Η Βιτρίνα | 1976
Η βιτρίνα | 1976| 95΄ | Mάρτιν Ριτ | Παίζουν: Γούντι Άλεν, Ζίρο Μόστελ, Χέρσελ Μπερνάρντι, Μάικλ Μέρφι, Αντρέα Μαρκοβίκι
Ένα μεγάλο μέρος τη κριτικής, κατάκρινε τη Βιτρίνα, επειδή, λέει αντί να επικεντρωθεί στην κοινωνική και πολιτική ατμόσφαιρα του μακαρθισμού, καταγίνεται με τις πράξεις του ήρωά της. Γιατί όμως το κάνει αυτό ο δημιουργός της; Μήπως επειδή έχει παντελή άγνοια των δραματουργικών κανόνων ή μήπως αυτή είναι πρόθεσή του;Ο σκηνοθέτης της, ο Μάρτιν Ριτ, μαυροπινακιασμένος και ο ίδιος, είναι γέννημα και θρέμμα του πούρου αμερικάνικου λιμπεραλισμού, που οι ρίζες του φτάνουν μέχρι το ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Είναι οι ίδιες ιδέες που άντρωσαν τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, την αμερικανική επανάσταση δηλαδή (1775-1783), αρκετά χρόνια πριν από τη Γαλλική.
Ο Ριτ, συνειδητοποιημένος αριστερός μαρξιστής, εργάστηκε, από ηγετικές θέσεις, σε ότι πιο προοδευτικό και πιο πρωτοποριακό είχε τότε η Αμερική. Πρώτα στο Federal Theatre Project, ένα γιγάντιο κρατικό πρόγραμμα, που τα χρόνια του «κραχ», προσέφερε καλό θέατρο στο πλατύ κοινό και δουλειά στους ανέργους ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς και τεχνικούς. Επειτα στο Group Theatre, πρωτοποριακό θέατρο που έθεσε τις βάσεις της αμερικανικής σχολής ερμηνείας, και το μυθικό πια σήμερα Actor’s Studio στο οποίο δίδαξε τα χρόνια που ήταν αποκλεισμένος από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.Έτσι ο Μάρτιν Ριτ, σε όλες τις ταινίες του, υπερασπίστηκε τις δημοκρατικές ιδέες με ένα βαθύ ουμανισμό μέσα στα πλαίσια της αμερικάνικης αριστεράς.
Ο κεντρικός δραματουργικός πυρήνας της Βιτρίνας, είναι καθαρά διαλεκτικός και βασίζεται στο αντιθετικό δίπολο των δύο κεντρικών ηρώων, του Χάουαρντ Πρινς και του Χίκυ Μπράουν, που τους παίζουν δυο τελείως διαφορετικού ταπεραμέντου ηθοποιοί. Ο Χάουρντ ένας αδιάφορος πολιτικά καλοπερασάκιας, που του ήρθε λουκούμι η δουλειά τη βιτρίνας δεν θα μας ενδιέφερε δραματικά αν δεν άλλαζε. Κάθε αλλαγή είναι μια κίνηση προς το μέλλον που διαπλάθεται από τη αλληλεπίδραση του παρόντος με το παρελθόν. Και εκείνο που τον αλλάζει δεν είναι, όπως όλοι θα περίμεναν, ο έρωτας, αλλά ο θάνατος. Η αυτοκτονία του Χίκυ τον κάνει να συνειδητοποιήσει τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Ο Χίκυ, ένας πληθωρικός κωμικός ηθοποιός, αυτό ακριβώς είναι ο Ζίρο Μόστελ, είναι έτοιμος να παραδεχτεί τα πάντα, αλλά δεν του λένε τι ακριβώς θέλουν να παραδεχτεί. Η επιλογή του να αυτοκτονήσει, προσέξτε με τη λεπτότητά, τρυφερότητα σχεδόν, σκηνοθετεί τη σκηνή αυτή ο Ριτ, είναι μια διαλεκτική κίνηση προς τα πρόσω. «Θέλει νεκροί χιλιάδες να είναι στους τροχούς», λέει ο ποιητής, γιατί μόνο τότε ο κόσμος αρχίζει συλλαβίζει το νόημα της ελευθερίας στη ζωή.
Ίσως η ταινία να ήταν κάτι άλλο από αυτό που βλέπουμε σήμερα αν ο Ριτ, ευφυώς, δεν είχε διαλέξει για πρωταγωνιστές τον Γούντι Άλεν και τον Ζίρο Μόστελ. Δυο ηθοποιούς με διαφορετικό κώδικα επικοινωνίας και από διαφορετικές σχολές υποκριτικής.
Ο ανόσιος Γούντι Άλεν καταπατά κάθε κανόνα υποκριτικής και βγάζει τη γλώσσα όλες τις σχολές ερμηνείας. Ο πληθωρικός Ζίρο Μόστελ, βαθιά αληθινός και ανθρώπινος, ξεχειλίζει από ενέργεια και, όπως όλοι οι κωμικοί, είναι ασυγκράτητος. Σε αυτήν την ανθρωπογεωγραφία ενσωματώνει ο Ριτ όλη την κοινωνική και πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής. Είναι μια πορεία από τα έσω προς τα έξω, από τον άνθρωπο στην κοινωνία και την ιστορία.
Οι επιζήσαντες, ο σκηνοθέτης Μάρτιν Ριτ , ο σεναριογράφος Γουόλτερ Μπερνστάϊν, οι ηθοποιοί Ζίρο Μόστελ, Χέρσελ Μπερναντέτι (παίζει τον Σάσμαν, τον παραγωγό), Λόιντ Καφ (παίζει τον Ντιλένι) και Τζόσουα Σέλι (παίζει τον Σαμ τον Διευθυντή του ξενοδοχείου που εμφανίζεται ο Χίκυ), όλοι θύματα της λίστας, αποτείουν φόρο τιμής σε όλα τα θύματα του μακαρθισμού, γνωστά και άγνωστα σε αυτά που χάθηκαν και σε αυτά που επέζησαν.
Με τα μεγάλα σταθερά πλάνα και την επιμονή του στην προβολή του διαλόγου, εις βάρος ίσως κάποιας αισθητικής κινηματογραφικής καινοτομίας, ο Ριτ θέλει να μας κάνει να καταλάβουμε τη στιγμή, τους ανθρώπους και την ιστορία. Ο κοινωνικός ρεαλισμός που είναι διάχυτος στην ταινία αποσυμπιέζεται από το γέλιο, το οποίο μεταφέρει ένα καθαρτήριο ουμανιστικό μήνυμα: πολλά τα θαύματα, φίλοι μου, μα σαν τον άνθρωπο τίποτα.