Θαύμα στο ΜΙλάνο (1951) - (Miracolo a Milano)

Ντε Σίκα

Γράφει η Ξένια Πηρούνια

Γαλλία. 1951

Σκηνοθεσία:  Βιτόριο ντε Σίκα

Πρωταγωνιστούν: Πάολο Στόπα, Φραντσέσκο Γκιλοζάνο, Μπρουνέλα Μπόβο

Διάρκεια: 100'

 

Ο ρεαλισμός της επικαιρότητας, γνωστός με τον νεολογιασμό «νεορεαλισμός», αφού γονιμοποίησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο ολόκληρο τον σύγχρονο κινηματογράφο, πέθανε μαζί με την επικαιρότητα που τον εξέθρεψε. Και άφησε ένα θαύμα πίσω του: το Θαύμα στο Μιλάνο, που τελέστηκε το 1951 από τον Ντε Σίκα αλλά κυρίως από τον Τσέζαρε Ζαβατίνι, γενάρχη και στυλοβάτη του ιταλικού νεορεαλισμού.

Η ιστορία της ταινίας μας, βασίστηκε στο βιβλίο παραμυθιών του Τσέζαρε Ζαβατίνι,  «Θαύμα», ενώ, παρόλο που κέρδισε το μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ των Καννών, δυσαρέστησε την πολιτική ηγεσία της χώρας που θεώρησε ότι έδινε άσχημη εικόνα της Ιταλίας στο εξωτερικό.

Τι σχέση μπορούν να έχουν τα παραμύθια με τον νεορεαλισμό; Π.χ. με την εμβληματική ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού «τον Κλέφτη ποδηλάτων;»

Καμία φανερά δηλωμένη και πολλές λανθάνουσες. Φτώχεια, δυστυχία, πρόβλημα στέγης, πρόβλημα ανεργίας- όλος ο γνωστός και κωδικοποιημένος προβληματισμός του νεορεαλισμού έχει συνοψιστεί από τον Ζαβατίνι στο σενάριό του. Πολλοί από τους ηθοποιούς της ταινίας είναι και εδώ ερασιτέχνες ενώ είναι ενδιαφέρουσα η επίδρασή της μέσα σε ένα ευρύτερο φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για παράδειγμα ο χαρακτήρας του είναι βασισμένος πάνω στο καλούπι της παράδοσης Τσάπλιν ενώ παραμένει το πρωτότυπο για αρκετούς όμοιους χαρακτήρες από τους Αδερφούς Μαρξ, μέχρι τον Ρομπέρτο Μπενίνι.

Ο Ντε Σίκα δε μας δίνει ένα παραμύθι αλλά μια παραμυθένια αλληγορία με ρίζες ρεαλιστικές, που αντανακλά το κοινωνικό κλίμα της Ιταλίας του μεταπολέμου, αλλά με διαχρονικά νοήματα και επίκαιρη όσο ποτέ.

Είναι η πιο πολυσυζητημένη ταινία του διότι δίχασε τους κριτικούς της εποχής λόγω της αντίφασης που υπάρχει σε ολόκληρη την αφήγηση. Ένα παραμύθι δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Στην ταινία μας όμως ο τόπος είναι μια τενεκεδούπολη του Μιλάνο, όπου ένας θαυματοποιός – που γεννήθηκε σε ένα λάχανο και μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο- μεταμορφώνει την ασχήμια της με την απέραντη καλοσύνη και αισιοδοξία του που συμβολίζονται και οι δύο από το περιστέρι που είναι η πηγή της μαγικής του δύναμης. Εισβάλλει και την μετατρέπει σε ένα τόπο αισιοδοξίας και αλληλεγγύης που μόνο στις μαγικές πόλεις των περιθωριακών ή των φτωχών μπορούν να υπάρχουν. Ας θυμηθούμε τη «Μαγική πόλη» του Κούνδουρου. Όπως και στη «μαγική πόλη» του Τοτό, η αλληλεγγύη των κατοίκων είναι αυτή που τους κρατά ενωμένους απέναντι στους πλούσιους και ισχυρούς.

ντε σικα

Ο Τοτό τρυπάει τη γη και βγάζει νερό μπροστά από κάθε τενεκεδόσπιτο, εκπληρώνει τις επιθυμίες των κατοίκων της, κάνει το πετρέλαιο να τρέχει κρουνηδόν. Αυτός είναι και ο λόγος που κ. Μόμπιλ (είναι ολοφάνερη η αναφορά στην πετρελαιοβιομηχανία Μόμπιλ Όιλ) αρχίζει να ενδιαφέρεται για την τη γη τους και τελικά διώχνει τους κατοίκους της οι οποίοι όμως καβαλούν τις σκούπες τους και αναλήπτονται εις τους ουρανούς.

Αυτή η τελευταία σκηνή αποτέλεσε και το κέντρο για κριτικές της εποχής που μιλούσαν για απλοϊκή λύση και μανιχαιστική αντίληψη για τους καλούς φτωχούς και τους κακούς πλούσιους. Το θαύμα του Ντε Σίκα αναφέρεται στο θαύμα της ποίησης όταν ακόμα και μια απλή κούκλα που βρίσκεται στα σκουπίδια, γίνεται άγαλμα για την αυτοσχέδια πλατεία των φτωχών. Η πραγματικότητα γίνεται τέχνη, η ζωή γίνεται πνεύμα.  Ο μύθος και η ποίηση έρχονται να δώσουν στη νεορεαλιστική πίκρα, μια αισιόδοξη και παρηγορητική ματιά.

Η τελευταία σκηνή δεν αποτελεί μεταφυσική παρέκβαση όπως γράφτηκε πολλάκις, αλλά ένα μυθικό εύρημα για να τονιστεί η αισιοδοξία του μηνύματος.

Άλλωστε μιλούμε εξ αρχής για μια παραμυθένια αλληγορία. Ο ήρωάς μας δεν γεννήθηκε σε κάποια εργατική οικογένεια αλλά σε ένα λάχανο και η τενεκεδούπολη των φτωχών δε είναι ο χώρος της ταξικής πάλης αλλά ο χώρος των λούμπεν.

Το θαύμα δεν είναι προνόμιο των πλούσιων και ισχυρών και η βασιλεία της γης και των ουρανών ανήκει στους φτωχούς.