Σεντ Ομέρ | 2022
Σεντ Ομέρ | Γαλλία | 2022 | 122' | Παίζουν Καγιέ Καγκάμε, Γκουσλαζί Μαλάντα
Η Αλίς Ντιόπ προέρχεται από το χώρο του ντοκιμαντέρ, της τεκμηρίωσης, και αυτό καθορίζει και τον τρόπο που σκηνοθετεί. Εντάσσει στην ταινία αρχειακό υλικό από τη δημόσια διαπόμπευση γυναικών που συνεργάστηκαν με τους Ναζί, video από οικογενειακές στιγμές (home movies) του παρελθόντος της μιας πρωταγωνίστριας, την έννοια της μαρτυρίας και της απόδειξης. Στο αμερικάνικο είδος του δικαστικού δράματος βλέπουμε συνήθως τις συνθήκες που οδηγούν σε ένα έγκλημα, μετά την ίδια την πράξη και ακολούθως την αναμέτρηση εντός της αίθουσας ενώ ακολουθεί μια δραματουργική κορύφωση πριν την ετυμηγορία. Η σκηνοθέτιδα ανατρέπει τους κανόνες του είδους με χειρουργική ακρίβεια. Η Αλίς Ντιόπ, σενεγαλέζικης καταγωγής και η ίδια, βασίζει το σενάριο της ταινίας στα πρακτικά της δίκης μιας αληθινή ιστορίας, αυτή της Φαμπιέν Καμπού, μιας μητέρας που το 2013 εγκατέλειψε την 15 μηνών κόρη της σε μια παραλία στο Berck-sur-Mer την ώρα της παλίρροιας. Η κάμερά της βγαίνει από την αίθουσα ελάχιστα χωρίς ποτέ όμως να χάνει τη μεγάλη κοινωνική εικόνα.Η ταινία πραγματεύεται μεταξύ άλλων την εξιδανικευμένη και ιερή σχέση μητέρας-κόρης, τη γυναικεία ταυτότητα στη σύγχρονη κοινωνία, μέσα από το έγκλημα της παιδοκτονίας και το είδος του δικαστικού δράματος.
H ταινία ξεκινά πριν την εικόνα και τελειώνει μετά από αυτή. Σε ένα μαύρο φόντο υπό τον ήχο μιας ανάσας. Μέσα από την ταινία ξεδιπλώνονται με εμφατικό ή υπόρρητο τρόπο, πτυχές από τη ζωή δύο γυναικών. Η πρώτη γυναικεία μορφή είναι της Λοράνς Κολί και η άλλη, το alter ego σκηνοθέτιδας ουσιαστικά, η Ράμα. Η Λοράνς, Σενεγαλέζα μετανάστρια στο Παρίσι, φοιτήτρια Φιλοσοφίας, κατηγορείται ότι σκότωσε την 15 μηνών κόρη της. Η άλλη, η Ράμα, με γαλλικές και σενεγαλέζικες ρίζες, καθηγήτρια λογοτεχνίας, αποφασίζει να παρακολουθήσει τη δίκη της πρώτης στο πλαίσιο της συγγραφής του βιβλίου της, μιας σύγχρονης αφήγησης της Μήδειας. Με τα διαφορετικά ποσοτικά και ποιοτικά επίπεδα καταπίεσης που φέρει κάθε γυναικείος ρόλος στην ταινία και μέσα από το ειδεχθέστερο για τον δυτικό πολιτισμό έγκλημα, αυτό της παιδοκτονίας, η Αλίς Ντιόπ, δημιουργεί παραπάνω απορίες στους ενόρκους και στους θεατές από ότι απαντήσεις μέσα στην ακροαματική διαδικασία.
Μετανάστριες από τη Σενεγάλη, οι δύο πρωταγωνίστριες προσπαθούν να βρουν τη θέση τους στη Γαλλία του σήμερα, χωρίς ποτέ η καταγωγή τους να πάψει να είναι καθοριστικό στοιχείο για τον προσδιορισμό τους ως μελών του κοινωνικού συνόλου. Δεν είναι λίγες οι αναφορές στην αποικιοκρατία και στον αφρικανικό πολιτισμό, αλλά και στο πώς αντιμετωπίζονται τα στοιχεία αυτά από τον δυτικό κόσμο. Παράλληλα, και οι δύο ηρωίδες έχουν μια διαταραγμένη σχέση με τις μητέρες τους, αφού και οι δύο αισθάνονται απομακρυσμένες και αποστασιοποιημένες από αυτές, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να φανταστούν τις ίδιες στη θέση αυτή. Κρύβουν και δεν μπορούν να αποδεχθούν την εγκυμοσύνη τους και τον ρόλο τους ως μητέρες, με συνέπεια η μία απλώς να το αγνοεί, ενώ η άλλη να φτάσει στην παιδοκτονία, ισχυριζόμενη μάλιστα πως οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή επηρεασμένη από τη μαύρη μαγεία. Οι προκαταλήψεις που συνδέονται με την καταγωγή, το φύλο και τη μόρφωση εμφανίζονται με καθαρότητα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Η Λοράνς μέσα από την καταδικαστέα πράξη της, θα διεκδικήσει να έχει πρώτα τη δική της ζωή πριν να φέρει στον κόσμο μια άλλη στην οποία θα προβάλλει τις δικές τις επιθυμίες και διεκδικήσεις όπως έκαναν οι μητέρες των πρωταγωνιστριών. Στα λόγια του Εισαγγελέα καθρεφτίζεται η συντηρητική, αποικιακή, πατριαρχική αντίληψη που κανένα ελαφρυντικό δεν δίνει στην Λοράνς που έχει απέναντι του αλλά θα έδινε πολλά σε ένα μαζικό πνιγμό παιδιών που έχουν έρθει με τις μητέρες τους από τη Σενεγάλη για να βρουν μια καλύτερη ζωή στην πολιτισμένη, ανθρώπινη και συνυφασμένη με τη λογική σκέψη και όχι με τα μάγια και τις δεισιδαιμονίες, Ευρώπη. Μέσα από μια ευφυή δικαστική επιτέλεση αυτό που δικάζεται δεν είναι η Λοράνς αλλά η σύγχρονη αβίωτη πατριαρχική κοινωνία απέναντι όχι απλώς σε μια γυναίκα αλλά σε μια γυναίκα, μαύρη, μετανάστρια.
Η σύνδεση με τη Μήδεια είναι αναπόφευκτη. Η Ράμα παρακολουθεί ένα απόσπασμα από τη Μήδεια του Παζολίνι με τη Μαρία Κάλας στον πρώτο ρόλο και αυτή είναι επίσης μια ιδιοφυής σεναριακή πινελιά. Γιατί τι πίστευε ο ίδιος ο Παζολίνι για τη Μήδεια; Σε απόσπασμα από συνέντευξη του, που συμπεριλαμβάνεται στη κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη για την ταινία, διαβάζουμε: «Η Μήδεια είναι η σύγκρουση ανάμεσα σ’ έναν κόσμο αρχαϊκό, ιεραρχημένο κληρικαλιστικό και τον λογικό και πραγματικό κόσμο του Ιάσωνα. Ο Ιάσων είναι ο σημερινός ήρωας που όχι μόνο έχασε τη μεταφυσική αίσθηση, αλλά ούτε καν θέτει ερωτήματα τέτοιας τάξεως. Είναι ο άβουλος «τεχνικός» του οποίου οι έρευνες τείνουν αποκλειστικά προς την επιτυχία. Ερχόμενος σε σύγκρουση με έναν άλλο πολιτισμό βασισμένο στο “πνεύμα” προκαλείται μια τραγωδία. Όλο το δράμα στηρίζεται σ’ αυτή την αντίθεση των δύο πολιτισμών, στη μη δυνατότητα επηρεασμού και αλλοίωσης του ενός από τον άλλο. Αυτή η αντίθεση βρίσκεται και στον πυρήνα της ταινίας της Ντιόπ, μια αντίθεση ανάμεσα στη Μαύρη Μαγεία και την καρτεσιανή δυτική λογική.
Η Λοράνς, η Ράμα, οι γυναίκες ένορκοι του δικαστηρίου γίνονται μια πρωταγωνίστρια και απέναντι στο ειδεχθές έγκλημα της Λοράνς αντιτείνουν αντί για μια ετυμηγορία και δεδομένης ενοχής που και η ίδια δέχεται, μια ανάσα κατανόησης.
H Αλίς Ντιόπ αναμετριέται ουσιαστικά με το ερώτημα: Πώς θα μπορούσε να αναπαρασταθεί εναλλακτικά η γυναικεία υποκειμενικότητα και να κατασκευάσουν οι γυναίκες τη δική τους «γλώσσα» και «εικόνα» στα πλαίσια μιας κουλτούρας των κυριαρχούμενων και ενώ και οι ίδιες έχουν μάθει να σκέφτονται με αυτή;