Καζαμπλάνκα | 1942
Kαζαμπλάνκα | 1942΄ | 102΄ | Μάικλ Κέρτιζ | Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Πολ Χένριντ
Κανένας δεν ξυπνάει μια μέρα και λέει, «σήμερα θα φτιάξω ένα αριστούργημα».
Ο Αισχύλος έγραψε την Ορέστεια για να διαγωνιστεί στους δραματικούς αγώνες των Διονυσιακών εορτών της πόλης του. Ο Σαίξπηρ, έγραψε τον Άμλετ και τον Ληρ, επειδή ένας θίασος θεατρίνων περίμενε να ανεβάσει ένα νέο έργο, για να ανανεώσει και να ευρύνει τον κύκλο των θεατών του και να φάει ψωμάκι.Το Χόλυγουντ είναι μια βιομηχανία παραγωγής ταινιών με μοναδικό στόχο το κέρδος, οι κεφαλαιοκράτες που διοικούσαν τα στούντιο, συλλαμβάνοντας την ιδέα μιας ταινίας προσπαθούσαν τα υλικά της να είναι ελκυστικά και κερδοφόρα. Έτσι ξεκίνησε και η Καζαμπλάνκα, για να γίνει μια από τις εκατοντάδες ταινίες που έριχναν στην αγορά τα στούντιο και ξεκίνησε με όχι και τόσο ευοίωνες προοπτικές.
Το σενάριο στηρίχθηκε σε ένα άπαιχτο θεατρικό έργο το οποίο έμεινε άπαιχτο ακόμη και όταν η ταινία θριάμβευσε. Οι συντελεστές της ήταν δεύτερες και τρίτες επιλογές. Για σκηνοθέτη ήθελαν τον Γουίλλιαμ Γουάιλερ και καθώς εκείνος δεν ήταν διαθέσιμος, κατέληξαν σε έναν καλό επαγγελματία, τον Ούγγρο μετανάστη εβραϊκής καταγωγής Μάικλ Κέρτιζ. Οι σεναριογράφοι, οι αφοί Επστάιν, παράτησαν το σενάριο στη μέση και πήγαν να δουλέψουν με τον Κάπρα. Το συνέχισε ο Χάουαρντ Κοχ, προχωρώντας για 40 σελίδες και το τελείωσαν οι Επστάιν όταν ξαναγύρισαν, ενώ άτυπα επάνω στο σενάριο δούλεψε και ο Κέισι Ρόμπινσον.
Σέρνεται μια φήμη, που ευτυχώς είναι αβάσιμη και την αναφέρω έτσι για την ιστορία, ότι ο ρόλος του Μπόγκαρτ προοριζόταν για τον Ρόναλντ Ρήγκαν. Αντί την Ίνγκριντ Μπέργκμαν ήθελαν στην αρχή την Αν Σέρινταν και μετά την Χέντι Λαμάρ. Η ίδια η Μπέργκμαν έπαιζε την Ίλσα και το μυαλό της ήταν στο Για ποιον χτυπά η καμπάνα, που γύρισε αμέσως μετά. Ο Πολ Χένριτ έκανε βεντετιλίκια και δεν έπαιζε στην ταινία αν δε γραφόταν το όνομά του δίπλα στου Μπόγκαρτ και της Μπέργκμαν. Χώρια που διέδιδε ότι ο Μπόγκαρτ είναι ατάλαντος και αποκαλούσε ειρωνικά την Μπέργκμαν, πριμαντόνα. Κι όμως, παρόλα αυτά τα προβλήματα, η ταινία δεν έγινε απλά και μόνο μια οικονομική επιτυχία, αλλά ένα διαχρονικό αισθητικό και καλλιτεχνικό επίτευγμα από αυτά που λέμε κλασικά.
Τί θεωρούμε όμως κλασικό σαν αισθητική κατηγορία; Πολύ απλά,σχεδόν απλοποιητικά, θα λέγαμε: το κλασικό το καθορίζει η ιστορικότητα, η επιστρεπτικότητα και η ταύτισής μας μαζί του.
Η ιστορικότητα, είναι πάλη του έργου με το χρόνο. Η Καζαμπλάνκα δεν γερνάει, είναι διαχρονική, επειδή ο πυρήνας της πλοκής της, ο έρωτας, ο πόλεμος, η αντίσταση και η θυσία, εκλύουν συγκινήσεις μεγατόνων. Επιστρεπτικόητα, είναι η διάθεσή μας να την ξαναδούμε, να επιστρέψουμε σε αυτήν, επειδή κάτι άγει την ψυχή μας προς αυτήν την επιστροφή. Και τέλος όλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, θα θέλαμε να έχουμε ζήσει έναν έρωτα σαν του Ρικ και της Ίλσα και ίσως και κάποιοι από μας, οι πιο τυχεροί, να τον έχουν ζήσει κιόλας.
Ειδολογικά, η ταινία είναι πρόβλημα. Που θα την κατατάξουμε στις ερωτικές, στα δράματα στις περιπέτειες, στα μελοδράματα; Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το μυστικό της γοητείας της είναι όλα αυτά, αλλά είναι και κάτι άλλο, πολύ δυνατό, Η Καζαμπλάνκα είναι μια ταινία αντίστασης στο ναζισμό. Γυρισμένη το 1942 επιστρατεύεται στον πόλεμο εναντίον των ναζί. Κεντρικό της θέμα είναι μια ερωτική ιστορία, που η αισθητικής της είναι καθαρά ρομαντική. Ο Ρομαντισμός ήταν ένα ρωμαλέο κίνημα, στα τέλη του 18ου αιώνα, με ισχυρές επιβιώσεις έως και στις μέρες μας, που, στην πρώτη έκφρασή του την περίφημη Θύελλα και Ορμή, ήταν συνυφασμένη με κοινωνικά κα πολιτικά προτάγματα.
Ο Ρικ είναι το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα, αντισυμβατικός, κλεισμένος στον εαυτό του που κάτω από το κυνικό προσωπείο του κρύβει το βαθύ τραύμα του έρωτα. Ο ρομαντισμός της ΄Ιλζα είναι πιο κλασικιστικός, η ΄Ιλσα μπορεί να θυσιάζει και να θυσιάζεται , θυσιάζει τον έρωτα για κάτι ανώτερο, θυμίζοντάς μας, τηρουμένων των αναλογίων, την Ιφιγένεια. Και οι δύο ήρωες διχάζονται από το δίλλημα έρωτας ή καθήκον και οι δυο θυσιάζουν τον ερωτά για το καθήκον, μια άκρως ρομαντική χειρονομία που στη συγκεκριμένη στιγμή είναι η αντίσταση εναντίον των ναζί.
Οι δευτερεύοντες ήρωες είναι εξίσου σημαντικοί με τους πρωταγωνιστές. Παιγμένοι, οι περισσότεροι από κυνηγημένους αντί ναζί ηθοποιούς, είναι αυτοί που κινούν το μύθο προς η λύση του.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του ΄Αρθουρ ΄Εντεσον είναι ουσιαστικό στοιχείο της δραματουργίας. Ο Έντεσον χρησιμοποίησε σκοτεινό φωτισμό που παραπέμπει στα φιλμ νουάρ και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ πίσω από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών οι εμφανιζόμενες λωρίδες σκιάς σημαίνουν φυλακή, ενώ κάποιες στιγμές σχηματίζουν το σταυρό της Λωραίνης. Η μουσική και τα τραγούδια που ακούγονται στην ταινία είναι σαν επεξηγηματικές υποσημειώσεις της πλοκής, και, αν θεωρήσουμε ότι η Καζμπλάνκα είναι μια ταινία ύμνος στον έρωτα, τότε το τραγούδι As time goes by, θα πρέπει να θεωρηθεί το έρως ανίκατε μάχαν του Χόλυγουντ.Σημειολογικά, οι κινηματογραφικές μεταφορές δίνουν στην ταινία ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσής.
Οι υποφωτισμένοι ήρωες ή τα φωτισμένα κατά το ήμισυ πρόσωπά τους δηλώνουν το ψυχικό διχασμό τους. Όταν ο Ρενώ πετάει το άδειο μπουκάλι του ιαματικού νερού του Βισύ στα σκουπίδια, δείχνει που είναι θέση των προδοτών της κυβέρνησης του Βισύ. Η μουσική μονομαχία ανάμεσα στη γερμανική «Φρουρά του Ρήνου» και τη «Μασσαλιώτιδα» σηματοδοτεί την επερχόμενη νίκη.
Ο Άντριου Σάρις, ο εμπνευστής της θεωρίας του Autuer, θεωρεί την Καζαμπλάνκα σαν μια ταινία Autuer χωρίς Autuer, και ο Ουμπέρτο ΄Εκο έγραψε για αυτήν: «Η Καζαμπλανκα δεν είναι μια ταινία είναι πολλές, είναι κάτι σαν κινηματογραφική ανθολογία. Δημιουργήθηκε από μόνη της κόντρα στις προθέσεις και τις προσδοκίες αυτών που την έφτιαξαν. Λειτουργεί πέρα και πάνω από κάθε κινηματογραφική θεωρία. Είναι ένα φυσικό φαινόμενο που η τέχνη δεν κατάφερε να δαμάσεi…»
Μετά από αυτήν την, όσο πατά το πόδι της γάτας, μεταφυσική του Έκο και σε πείσμα όλων των θεωριών, των φιλολογικών και κριτικών αναλύσεων της, η Καζαμπλάνκα παραμένει πάντα ένα έργο που μας συγκινεί βαθύτατα και μας παίρνει μαζί του σε ένα εράσμιο ταξίδι τόσο στον κόσμο όσο και μέσα μας.