Παρακαλώ, Γυναίκες, μην Κλαίτε | 1992
Παρακαλώ, Γυναίκες, μην Κλαίτε | Ελλάδα| 1992 | Σταύρος Τσιώλης, Χρήστος Βακαλόπουλος | Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Βλάχος, Αργύρης Μπακιρτζής, Δώρα Μασκλαβάνου
Η τριλογία του, που ξεκινά με το «Παρακαλώ, Γυναίκες, μην Κλαίτε» (1992), συνεχίζεται με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998) και ολοκληρώθηκε πρόσφατα με το «Γυναίκες που περάσατε από δω» (2017), είναι βαθύτατα ελληνική, ένα έργο δοσμένο με τις βασικές αρχές ενός αξιοσέβαστου και εύστροφου λαϊκού (και διόλου λαϊκίστικου) σινεμά, πλημμυρισμένο από τη δική του τάση για διαρκείς αφηγήσεις!
Η φιλία που ξεκινά με τον Χρήστο Βακαλόπουλο αλλά και τον Αργύρη Μπακιρτζή τους φέρνει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αρκαδία, όπου στα βουνά της φτιάχνουν μια ανεπανάληπτη έως σήμερα κωμωδία.
Το Παρακαλώ, Γυναίκες, Μην Κλαίτε είναι η ιστορία δύο διάσημων αγιογράφων και αστρονόμων που καταφθάνουν από την Αθήνα σε ένα χωριό της Αρκαδίας το καλοκαίρι του 1992 για να αποκαταστήσουν τις κατεστραμμένες τοιχογραφίες σε βυζαντινό εξωκλήσι του δέκατου πέμπτου αιώνα. Κατά τη διαμονή τους θα εμφανιστούν στο καταφύγιό τους γυναίκες που προσπαθούν να ξεχάσουν το παρελθόν τους και ψάχνουν μια νέα ζωή, ντόπιοι μικροπωλητές που σπρώχνουν από κλεμμένα πικάπ μέχρι θρόνους του Βασιλιά Γεωργίου, τσοπάνηδες, λαϊκά μουσικά σχήματα, φιλαρμονικές ορχήστρες, μέχρι και το φάντασμα μιας ηλικιωμένης. Μια αθώα κοπέλα (Δώρα Μασκλαβάνου) που έρχεται να μαθητεύσει στην υψηλή τέχνη μεταβάλλεται σε υπηρέτρια, μικροπωλητές κάνουν ανταλλαγές σε αυξανόμενο αλισβερίσι και, τέλος, ο βοηθός οργανώνει πλειστηριασμό «έργων τέχνης» με τους ενθουσιώδεις αγοραστές-θεατές, καθισμένους γύρω στις κερκίδες αρχαίου θεάτρου, διαδικασία που θυμίζει και τα δημοφιλή τηλεοπτικά παιχνίδια. Φυσικά, η εργασία της αγιογραφίας δεν αρχίζει ποτέ.
Από την αρχή μας αιφνιδιάζει η ειρωνική μετατόπιση και τα δίπολα. Οι επίτροποι του ναού φορούν μαύρα κοστούμια και παπιγιόν, σαν μεγαλοαστοί σε δεξίωση. Το ζευγάρι των αγιογράφων είναι εξωφρενικό. Ο Θεοφάνης (αυτός που κάνει φανερό τον Θεό) και ο Θεοδόσης (αυτός που δίνει στον Θεό) είναι αγιογράφοι και αγιογδύτες. Δούλοι του κυρίου και κοιλιόδουλοι. Άγιοι και αμαρτωλοί και καλοπερασάκηδες. Ο «άγιος» Θεοφάνης (Δημήτρξς Βλάχος) έχει όψη βάρβαρου επαρχιώτη εμπόρου ενώ Ο Θεοδόσης (Αργύρης Μπακιρτζής) , ψηλός και ευγενικός, σαν Επτανήσιος αριστοκράτηςείναι ένας ιδιότυπος… μπάτλερ του «αγίου» που τον προμηθεύει με τροφή υλική, υλικότατη.
Για την πνευματική φροντίζει ο ίδιος ο Θεοφάνης, που είναι και ερασιτέχνης αστρονόμος όχι από επιστημονικό ζήλο, αλλά γιατί τα αστέρια και το αρμονικό τους μυστήριο είναι ο καλύτερος τρόπος για να δείς τον Θεό με το τηλεσκόπιο που το χρησιμοποιεί όμως ο Θεοδόσιος για να κάνει μπανηστήρι. Ο ένας μπανίζει τον Θεό και ο άλλος τις γυναίκες, πράγμα που είναι το ίδιο σε μια συνεπή περί του κόσμου αντίληψη. Αυτή η εκπληκτική συνύπαρξη της αμαρτίας με την αγιότητα συνιστά τη μεγάλη πρωτοτυπία του χριστιανισμού και ειδικότερα της ορθοδοξίας έναντι των άλλων θρησκειών.
Και ευτυχώς που οι τέλειοι χριστιανοί Τσιώλης και Βακαλόπουλος είναι αρκούντος βέβηλοι ώστε να παραμένουν βαθύτατα ορθόδοξοι στην πιο σωστή και θεολογικά ορθόδοξη ταινία που γυρίστηκε ποτέ στην Ελλάδα έγραφε ο β. Ραφαηλίδης στο Έθνος το 1993.
Εκείνο πάντως που υπογραμμίζει η ταινία, δηλαδή η σκηνοθεσία της, είναι η διακριτική απόσταση από τις πολιτισμικές επιρροές της. Ενός πολιτισμού θεμελιωμένου πριν από την εποχή της σημερινής μαζικής έκφρασής του – ιδίως της τηλεοπτικής. Για αυτό, άλλωστε, οι κατά βάσιν ερασιτέχνες ηθοποιοί που τον εκπροσωπούν, παίζουν αλά παλαιικά: οι γύφτοι είναι ο εαυτός τους κι όχι τα τηλεοπτικά υποκατάστατα που υποτίθεται ότι τους σατιρίζουν, ο βοσκός είναι πραγματικός βοσκός και ο πρωταγωνιστής, ο αγιογράφος Θεοφάνης, ως έμπορος στην πραγματικότητα, γνωρίζει από συναλλαγές. Το γκροτέσκο στην ερμηνεία τους, έτσι, συγκρίνεται μόνο με την κανονική συμπεριφορά τους, και όχι με την καρικατούρα κανονικότητας που, ήδη, καταιγιστικά έχει επιβάλει το τηλεοπτικό γούστο, η ενιαία τηλεοπτική κοινή καθομιλουμένη γλώσσα.
Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τους απατεώνες τόσο προσφιλείς και αγαπητούς;
Η απάντηση υπάρχει. Είναι ο τρόπος της ταινίας, ταυτόσημος με τον τρόπο της παλιάς ελληνικής κωμωδίας – που υπόρρητα, εμπεριέχει και τον τρόπο της κλασικής κινηματογραφικής κωμωδίας, ιδίως του Μπάστερ Κίτον. "Αν στον Μπάστερ Κίτον, το γκαγκ, το κωμικό εξαιτίας της απροσδόκητης έκβασης, περνάει από την προσωπική του ταλαιπωρία, από τη συντριβή του πρωταγωνιστή μέσα στην επίδειξη της ταλαιπωρίας που του επιβάλλει ο ρόλος, στο Παρακαλώ, γυναίκες, μη κλαίτε…, αυτό που επιδεικνύεται εκμηδενισμένο είναι το τοπίο της ελληνικής επαρχίας", γράφει ο Νίκος Μπακογιαννόπουλος.
Ο Τσιώλης δεν φιλμάρει τον τόπο του σαν τηλεοπτική διαφήμιση για τον τουρισμό. Η υπερβολή του δεν βρίσκεται στην εξιδανίκευση του μύθου του αλλά στο σαρκασμό της πραγματικότητάς του. Κάθε κωμωδία που σέβεται τον εαυτό της έχει ένα βαθύτατο δραματικό υπόστρωμα, φορτισμένο από εναν τόνο υπαρξιακής αγωνίας. Γι αυτό ο τσιώλης είναι επίκαιρος 25 και παραπάνω χρόνια μετά. Οι χαρακτήρες, μπατίρηδες αλλά και αριστοκράτες, κλέφτες παγκαριού αλλά και θεοσεβούμενοι, μιλούν απαξιωτικά και ταυτόχρονα με ύμνους για το γυναικείο φύλο. Το τελευταίο χαρακτηριστικό γίνεται σήμα κατατεθέν των επόμενων ταινιών του, η ασταμάτητη ανάγκη για την κατανόηση του γυναικείου ψυχισμού από μια σειρά ετερόκλητων ανδρών που όσο υποτιμητικά και αν μιλήσουν γι' αυτές, στο τέλος αντιλαμβάνονται πως υπήρξαν απλά τυφλωμένοι από τον έρωτά τους.
O Σταύρος Τσιώλης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1937. Η περίπτωσή του μοιάζει μοναδική στο εγχώριο σινεμά- και είναι. Παιδί της Φίνος Φιλμς, βοηθός του Δαλιανίδη, δούλεψε σε πάνω από 50 ταινίες στη Φίνος ως βοηθός σκηνοθέτη. Και μετά ξεκίνησε την καριέρα του.
Από τον «Μικρό Δραπέτη», την πρώτη του ταινία, το 1968, μέχρι το «Γυναίκες που περάσατε από δω», την τελευταία του ταινία, ο Τσιώλης παραμένει αιώνιος λάτρης του δρόμου, της περιπλάνησης, της αντροπαρέας, της λαϊκής μουσικής και του γυναικείου ψυσχισμού, και έκανε τις ιστορίες του με χιούμορ και μια λεπτή μελαγχολία!
Η «Κατάχρηση Εξουσίας», που γύρισε το 1970, παίχτηκε σε 36 χώρες και θεωρείται μια από τις εμπορικότερες ελληνικές ταινίες. Για μια 15ετία εργάστηκε κυρίως ως πωλητής ειδών λαϊκής τέχνης. Επανήλθε στον χώρο το 1985 με την ταινία «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία», που θριάμβευσε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ακολουθούν δυο ταινίες, «Σχετικά με το Βασίλη», 1986, και «Ακατανίκητοι Εραστές», 1988. (Η τελευταία επιλέχτηκε και παίχτηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης). Η τριλογία του, που ξεκινά με το «Παρακαλώ, Γυναίκες, μην Κλαίτε» (1992), συνεχίζεται με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998) και ολοκληρώθηκε πρόσφατα με το «Γυναίκες που περάσατε από δω» (2017).