Ο Γαλλικός Κινηματογράφος
Η Γαλλία υπήρξε πάντα μια μεγάλη δύναμη: πολίτικη, στρατιωτικό-οικονομική και πολιτιστική.
Γράφει ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου
ΓΕΝΙΚΑ
Η Γαλλία υπήρξε πάντα μια μεγάλη δύναμη: πολίτικη, στρατιωτικό-οικονομική και πολιτιστική. Αιώνες ολόκληρους, μαζί με την Αγγλία και τη Ρωσία, όταν δεν πολεμούσε μεταξύ τους, κανόνιζαν τις τύχες των λαών της Ευρώπης. Στη Γαλλία χρωστά η οικουμένη τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση που σήμαναν την αρχή της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση, του 1848, η Κομμούνα του Παρισιού, το 1871, και ο Μάης του ’68, κάνουν τη Γαλλία τροφό των ευρωπαϊκών επαναστατικών εξεγέρσεων.
Η Ελλάδα είχε πάντα στενές σχέσεις με τη Γαλλία. Ο Ρήγας ο Βελεστινλής, μετά τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1792, έλπιζε ότι η Γαλλία και ο Ναπολέοντας θα βοηθούσαν στην απελευθέρωση των Ελλήνων. Το Γαλλικό Φιλελληνικό Κομιτάτο βοήθησε τον Αγώνα. Οι Γάλλοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ναυμαχία του Ναβαρίνου, που οδήγησε στην απελευθέρωση από το ζυγό των Τούρκων, ενώ ένα από τα πρώτα κόμματα που πρωταγωνίστησε στην, μετά την επανάσταση, πολιτική ζωή, ήταν το Γαλλικό με αρχηγό το Ιωάννη Κωλέττη.
Η Γαλλία, δέχτηκαν, το 1945, ως υπότροφους, μια σειρά από αριστερούς έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων και 32 παράνομα μέλη του ΚΚΕ, γλυτώνοντας τους από τις πολιτικές διώξεις του, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ελληνικού κράτους. Πρόκειται για το περίφημο ταξίδι του πλοίου «Ματαρόα», που οργάνωσε ο Οκτάβιος Μερλιέ με τον Ροζέ Μιλιέξ.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Παραπάνω από έναν αιώνα το γαλλικό σινεμά ασκεί μέγιστη επιρροή στο παγκόσμιο κινηματογράφο. Παράγοντας γύρω στις 200 μεγάλου μήκους ταινίες το χρόνο έρχεται αμέσως δεύτερο μετά τις ΗΠΑ, την Ινδία και την Κίνα. Αισθητικά η παραγωγή μοιράζεται σχεδόν ισομερώς ανάμεσα στην εμπορική ταινία (κωμωδία και θρίλερ) και την ταινία τέχνης. Το κράτος αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του κινηματογράφου ως πολιτικού και πολιτιστικού μέσου, καθώς και την άμεση προσβασιμότητά του στο ευρύ κοινό θεσμοθέτησε σειρά μέτρων για τον βοηθήσει να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό του με την τηλεόραση και το Χόλλυγουντ.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ
Η ιστορία πιστώνει τη Γαλλία με την εφεύρεση του κινηματογράφου. Το 1895, οι αδελφοί Αύγουστος και Λουί Λυμιέρ κατοχυρώσανε μια εφεύρεσή τους που, όχι μόνο αποτύπωνε κινούμενα αντικείμενα επάνω σε ένα φιλμ, άλλα είχε τη δυνατότητα και να τα προβάλει. Ο κινηματογράφος είχε γεννηθεί. Η πρώτη ταινία, Η ΄Εξοδος απ’ το Εργοστάσιο Λυμιέρ στη Λυών (La Sortie de l’ usine Lumière à Lyon), παρουσιάστηκε, στις 22 Μαρτίου, 1895, στην Εταιρεία για την Ενθάρρυνση της Εγχώριας Βιομηχανίας, και έκανε μεγάλη εντύπωση. Οι ίδιοι όμως οι εφευρέτες του νέου μέσου δεν πίστευαν σ’ αυτό ο Λουί Λυμιέρ πίστευε ότι ο κινηματόγραφος ήταν μια εφεύρεση χωρίς μέλλον.
Ο πρώτος άνθρωπος που κατάλαβε ότι ο κινηματογράφος είχε μέλλον και ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αυτόνομη τέχνη ήταν ο Ζόρζ Μελιέ. Όντας ο ίδιος ταχυδακτυλουργός, με τεράστια σκηνική πείρα, κατάφερε στο ειδικό στούντιο που κατασκεύασε, να γυρίσει κάποιες γεμάτες φαντασία και μαγεία ταινίες που η πιο γνωστή είναι, το Ταξίδι στη Σελήνη (1902) (Le Voyage dans la lune). Οι ταινίες του Μελιέ που είχαν επιτυχία σε όλον τον κόσμο, καθιέρωσαν τον κινηματογράφο σαν την δυνατότερη μορφή μαζικής ψυχαγωγίας, που γρήγορα θα ξεπερνούσε σε δημοφιλία το θέατρο και το μιούζικ - χολ.
Δύο άλλοι Γάλλοι που βοήθησαν στην επικράτηση του κινηματογράφου ως τέχνη και ως βιομηχανία, ήταν ο Σαρλ Πατέ και ο Λεόν Γκωμόν, που ίδρυσαν τις ομώνυμες εταιρίες παραγωγής και διανομής, οι οποίες επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Η γραμματέας του Γκωμόν, η ΄Αλις Γκυ, αποδείχτηκε μια πολύ ταλαντούχα σκηνοθέτις, και, από το 1896 έως το 1920, γύρισε 400 ταινίες. Η Γκυ θεωρείται η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις, αλλά και η πρώτη που επινόησε την κινηματογραφική αφήγηση. Από την Πατέ, ένας πρώην διασκεδαστής των καφέ, ο Φερντινάν Ζεκκά, εξελίχτηκε στον πρώτο νατουραλιστή σκηνοθέτη. Κλασικό δημιούργημα του Ζεκκά θεωρούνται τα, 44 λεπτά, Πάθη του Χριστού (1903) (La Vie et la passion de Notre Seigneur Jesus Christ).
Το 1905, γεννιέται ο πρώτος κινηματογραφικός σταρ, ο Μαξ Λίντερ, που έπαιξε σε πάνω από 200 ταινίες της Πατέ, τις μισές απ’ τις οποίες είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Οι κωμωδίες του Λίντερ, επηρέασαν τους μεταγενέστερους μεγάλους κωμικούς, αλλά και τον ίδιον τον Τσάρλι Τσάπλιν. Από την Γκωμόν, ο Λουί Φεγιάντ διαπρέπει στις επεισοδιακές ταινίες μυστηρίου, με θριλερικές και αστυνομικές πλοκές. Ο Φαντομάς, Οι Βρικόλακες, ο Γιουντέξ.
Πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γαλλία ήταν πρώτη κινηματογραφική δύναμη με τις ΗΠΑ ν’ ακολουθούν ασθμαίνοντας. Όταν, όμως, το 1914, ξέσπασε ο πόλεμος, όλα άλλαξαν. Η έλλειψη σε φιλμ ανάγκασε το κράτος να επιβάλλει περιορισμούς σε όλη τη διάρκεια του πολέμου με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να υπερφαλαγγίσουν την άλλοτε πρώτη κινηματογραφική βιομηχανία. ΄Ετσι το 1919, η κατάσταση της γαλλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας ήταν οικτρή. Από το σύνολο των προβαλλομένων ταινιών, σε ολόκληρη τη επικράτεια, μόνο το 20% ήταν γαλλικές, οι υπόλοιπες ήταν αμερικάνικες.
Ο ΒΩΒΟΣ (1930-1939)
Η εμφάνιση, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, μιας γενιάς πρωτοποριακών σκηνοθετών, που είχαν έφεση στον πειραματισμό και ήταν επηρεασμένοι από τα συγκαιρινά τους καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως ο ντανταϊσμός και ο υπερρεαλισμός, αναστήλωσε το γόητρο του Γαλλικού Σινεμά και αποτέλεσε την αφετηρία, και το θεμέλιο, αυτού που σήμερα ονομάζουμε σινεμά των δημιουργών. Απ’ αυτούς οι πιο πολλά υποσχόμενοι ήταν: ο Μαρσέλ Λ’ Ερμπιέρ, ο Ζαν Επστάιν, ο Ζερμέν Ντυλάκ, ο Ρενέ Κλαιρ, και ο ΄Αμπελ Γκανς. Οι Απάνθρωποι (1924) (L’Inhumaine) του Ερμπιέρ, Η Πτώση του Οίκου των ΄Ασερ (1928)(La Chute de la Maison Usher) του Επστάιν, Ο Τροχός (1923) (La Roue) του Γκανς και Το Παρίσι Κοιμάται (1925) (Paris qui Dort) του Κλαιρ, άνοιξαν νέους δρόμους στην τέχνη της λήψης και του μοντάζ θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Η πιο φιλόδοξη ταινία της περιόδου υπήρξε, Ο Ναπολέων (1927), του Γκανς, μια εξάωρη εποποιία, που θεωρείται σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του βωβού.
Τη δεκαετία του 1920, καθώς η κινηματογραφική τεχνική διευρύνεται και οι ταινίες μεγαλώνουν σε διάρκεια, τα θέματα που κυριαρχούν είναι τα ιστορικά δράματα και οι διασκευές μεγάλων λογοτεχνικών έργων. Οι Άθλιοι (Les Misérables) (1925) και ο Μόντε Κρίστο (1929) του Ανρί Φισκούρ, γίνονται μεγάλες ταμειακές επιτυχίες. Οι σκηνοθέτες όμως αυτής περιόδου που άσκησαν επιρροή στον μετέπειτα κινηματογράφο ήταν οι Ζακ Φεϋντερ, ο Αλμπέρτο Καβαλκάντι, ο Ρεϋμον Μπερνάρ και ο Λουί Ντυλάκ. Ο μεγάλος δανός δημιουργός, Κάρλ Ντράγιερ, συμβάλει στην ανάπτυξη του Γαλλικού σινεμά με το Πάθος της Ζαν ντ’ ΄Αρκ (1928)(La Passion de Jeanne d’ Arc) και ο Λουί Μπουνιουέλ, κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο και, σε συνεργασία με τον Σαλβαντόρ Νταλί, δίνει τον υπερρεαλιστικό και αινιγματικό Ανδαλουσιάνικο Σκύλο (1929) (Un Chien Andalou). Παρόλη όμως την αύξηση της παραγωγής η απειλή από το Χόλλυγουντ εξακολουθούσε να υπάρχει, για αυτό η κυβέρνηση θέσπισε, το 1928, ένα σύστημα ποσόστωσης που περιόριζε τον αριθμό των ξένων ταινιών που προβάλλονταν στους κινηματόγραφους της Γαλλικής επικράτειας.
H AKMH (1930-1939)
Στα τέλη του της δεκαετίας του '20 εισβάλει στον κινηματογράφο ο ήχος, μια ανακάλυψη που θα άλλαζε, καταλυτικά, την βιομηχανική και την αισθητική του άποψη. Το νέο αυτό βήμα προόδου συνδυάστηκε με την εμφάνιση νέων ταλέντων. Ενώ μερικοί από τους παλιούς, όπως ο ΄Αμπελ Γκανς και Μαρσέλ Ερμπιέρ δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στην νέα τεχνολογία, άλλοι όπως, ο Ζαν Ρενουάρ ο Ρενέ Κλαιρ και Ζουλιέν Ντιβιβιέ, εκμεταλλεύτηκαν τις νέες δυνατότητες και τις αξιοποίησαν στο έπακρο.
Ο θεατρικός συγγραφέας Μαρσέλ Πανιόλ, μετά την επιτυχία που είχε στη σκηνή το θεατρικό του έργο, Μάριος, ίδρυσε δική κινηματογραφική εταιρεία στη Μασσαλία και γύρισε μια σειρά νατουραλιστικών ταινιών, που ήταν σαν «μια φέτα ζωής» της επαρχίας, ανάμεσά τους και την εξαιρετική, Γυναίκα του Φούρναρη (1938) (La Famme du Boulanger). Ο Ζαν Βιγκό, μπορεί να χάθηκε πρόωρα αλλά κέρδισε την αθανασία με τις ταινίες του, Διαγωγή Μηδέν (1933)( Zero de Conduite) και το λυρικό αριστούργημά του, Η Αταλάντη(1934), (L’ Atalante).
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '30, ο κινηματογράφος, για τους Γάλλους, απετέλεσε μια ευχάριστη φυγή από την περιρρέουσα οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Eντούτοις υπήρξαν έργα που υπαινίσσονταν την αλλαγή του πολιτικού κλίματος η οποία διαφαινόταν στο μέλλον.
Τo Εγκλήματα του κ. Λάνζ (1936), (Le Crime de Monsieur Lange), του Ρενουάρ και η Ωραία Εταιρεία(1936), (La Belle équipe), του Ντιβιβιέ, δείχνουν την, εκτός τόπου και χρόνου, αισιοδοξία του Λαϊκού Μετώπου, ενώ ο ποιητικός ρεαλισμός των δραμάτων του Μαρσέλ Καρνέ και του Ζαν Γκρεμιγιόν, Το Λιμάνι των Αποκλήρων, (1938), (Le Quai des Brumes), Ξημερώνει (1939), (Jour se Lève), και Έρωτες μετά τα Μεσάνυχτα, (1937), (Gueule d’ Amour), προϊδεάζουν για το σκοτάδι του φασισμού που πλησιάζει και τον πόλεμο που έρχεται. Η απαισιοδοξία της ταινίας του Ρενουάρ, Το Ανθρώπινο Κτήνος (1938), (La Bête Humaine) και Πεπέ λε Μοκό (1937) (Pépé le Moko) του Ντυβιβιέ, προοικονομεί το αμερικανικό φιλμ-νουάρ και αναδεικνύει τον Ζαν Γκαμπέν σε μεγάλο σταρ. Το 1939, ο Ρενουάρ κάνει το μεγάλο αριστούργημά του, τον Κανόνα του Παιχνιδιού (La Régle du Jeu) που θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του Γαλλικού Κινηματογράφου.
Ο παραπάνω προβληματισμός δεν ελαττώνει, ούτε περιορίζει το μερίδιο που κατέχει η ελαφρά κωμωδία στις προτιμήσεις των στούντιο και του κόσμου. Μέγας κωμικός της εποχής, που κυριάρχησε στη γαλλική κωμωδία μέχρι τη δεκαετία του 1960, ο Φερναντέλ, (Δον Καμίλο (1951) (Le Petit Monde de Don Comillo), Ο Αιχμάλωτος και η Αγελάδα (1959) ( La Vache et le Prisonnier), Μαμζέλ Νιτούς, (1953) (Mam’zel Nitouch). Και άλλη όμως ηθοποιοί απολαμβάνουν την προτίμηση του μεγάλου κοινού όπως οι: Αρλετύ, ο Λουί Ζουβέ, ο Χάρυ Μπωρ, η Μισέλ Μοργκάν, η Ντανιέλ Νταριέ, ο Πιέρ Μπράσερ, ο Σαρλ Μπουαγιέ ο Πιέρ Φρενέ.
Η διαρκής απειλή του Χόλλυγουντ αναγκάζει τη Γαλλία, παρά τις πολιτικές διαφορές της με τη Γερμανία, να συνεργαστεί μαζί της στην παραγωγής ταινιών, με αποτέλεσμα πολλές συμπαραγωγές των δύο χωρών. Ο Γαλλικός κινηματογράφος φτάνει, στο τέλος του ’30, να κόβει 450 εκατομμύρια εισιτήρια. Η ακμή στο απόγειό της, όμως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έρχεται.
Η ΠΑΡΑΚΜΗ (1940-1948)
Το ξέσπασμα του πολέμου το Σεπτέμβριο του 1939 και η κατάληψη της Γαλλίας από τους Ναζί, το 1940, έφερε όπως ήταν φυσικό στασιμότητα στην παραγωγή ταινιών. Οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες που είχαν ένα δημιουργικό έργο πριν από τον πόλεμο, όπως ο Ζαν Ρενουάρ, ο Ρενέ Κλαιρ, ο Ζαν Γκαμπέν, και η Μισέλ Μοργκάν, έτρεξαν να εγκαταλείψουν τη χώρα πριν καταληφθεί από τα στρατεύματα κατοχής. Οι Γερμανοί όμως, που είχαν καταλάβει πόσο σημαντικό ήταν για τους Γάλλους να συνεχίσουν να γυρίζουν ταινίες στα δικά του στούντιο, τους βοήθησαν να ξαναρχίσουν την παραγωγή ιδρύοντας την εταιρία Continental Film οποία όμως ελεγχόταν απολύτως από εκείνους. Η εταιρεία αυτή εργοδοτεί τότε μερικούς διακεκριμένους σκηνοθέτες: τον Ανρί Κλουζώ, τον Αντρέ Καγιάτ, τον Μωρίς Τουρνέρ και τον Κριστιάν Ζακ.
Τους έδωσε, όπως υποστηρίζει ο Ταβερνιέ, μια κάποια ελευθερία και αυτοί ανάμεσα στο 1941-1944, παρέδωσαν 30 ταινίες μεγάλου μήκους μερικές από τις οποίες θεωρούνται σήμερα κλασικές. Η Δολοφονία του αη Βασίλη (1941) (L’ Assassinat du Père Noêl) του Κριστιάν Ζακ, Το Κοράκι (1943) (Le Corbeau) του Ανρί Κλουζώ, Το Χέρια του Διαβόλου (1943) (La main de Diable) του Μωρίς Τουρνέρ.
Τα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Συμμάχους, ήταν χρόνια σκληρής λιτότητας με ελλείψεις ηλεκτρικού ρεύματος, και φιλμ πράγμα που οδήγησε σε μεγάλη μείωση των παραγωγών. Μια θεαματική ανάκαμψη σημειώνεται το 1946 με δύο ταινίες που υπήρξαν μεγάλες καλλιτεχνικές και ταμειακές επιτυχίες, Το Ένα Κλουβί γι΄ Αηδόνια (1945) (La Cage aux Rossignols) του Ζαν Ντρεβίγ και Τα Παιδιά του Παραδείσου (1946) (Les Enfants du Paradis) του Μαρσέλ Καρνέ, που δίκαια θεωρείται η σπουδαιότερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ στη Γαλλία.
Το 1946, βγαίνει στους κινηματογράφους η Ωραία και το Κτήνος (La Belle et la Bête) του Ζαν Κοκτώ, που, όπως λένε, επηρέασε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία το Γαλλικό σινεμά.
Ο Ρενέ Κλεμάν και ο Ζαν-Πιέρ Μελβίλ αποτείνουν φόρο τιμής στην Γαλλική Αντίσταση με τη, Μάχη των Σιδηροδρόμων (1946) (La Bataille du Rail) ο πρώτος και με τη Σιωπή της Θάλασσας (1947) (Le Silence de la Mer), ο δεύτερος. Ταινίες που ενδυναμώνουν το Γκωλικό εθνικό αφήγημα, ότι οι Γάλλοι αντιστάθηκαν σύσσωμοι κατά της Γερμανικής Κατοχής. Ένα μύθο που προσπαθεί να καταρρίψει, με την ταινία του, Οίκτος και ΄Ελεος ( Le Chagrin et la Pitié) ο Μαξ Όφυλς, το 1970.
To 1946, επίσης, αρχίζει το Φεστιβάλ Κανών που συνέβαλε τα μέγιστα, όχι μόνο στην ανάπτυξη του Γαλλικού Κινηματογράφου, αλλά του κινηματόγραφου παγκοσμίως.
ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΜΗ (1949-1959)
Γύρω στα μέσα του 1950, ο γαλλικός κινηματογράφος είχε καταντήσει ότι πιο συμβατικό και ότι πιο ανιαρό θα μπορέσω κανείς αν συναντήσει από σινεμά. Οι ταινίες που γυρίζονταν μπορεί να είχαν τη γαλατική φινέτσα αλλά το πνεύμα τους ήταν Χολλυγουντιανό. Χαρισματικοί ηθοποιοί της περιόδου όπως ο αιώνιος ζεν πρεμιέ, Ζεράρ Φιλίπ, με τον Ιππότη και τη Τσιγγάνα (1952) (Fanfan la Tulipe) του Κριστιάν Ζακ, και ο Ζαν Μαραί, υπέροχος Ορφέας στον Ορφέα (1950) (Orphée) του Κοκτώ, έδιναν, με το ταλέντο και τη λαμπερή προσωπικότητά τους, ζωή σε ψευτο - ιστορικά δήθεν έπη και φαρσοειδείς κωμωδίες.
Το 1954, ένας νεαρός κινηματογραφικός κριτικός, ο Φρανσουά Τρυφώ, γραφεί στο εμβληματικό κινηματογραφικό περιοδικό, Κινηματογραφικά Τετράδια (Cahiers du Cinema), ένα ριζοσπαστικό άρθρο με τίτλο, Που πάει ο Γαλλικός Κινηματογράφος (Une Certaine tendance du cinema français) και ταράζει τα στάσιμα νερά. Ο Τρυφώ καταδικάζει συλλήβδην όλο το σύγχρονο γαλλικό κινηματογράφο καταμαρτυρώντας στους σκηνοθέτες έλλειψη δημιουργικότητας και καυτηριάζοντας την απόλυτη υποδούλωσή του στις εταιρείες και το φτηνό γούστο. Κατά τον Τρυφώ, ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι δημιουργός (auteur), πρέπει να είναι η κινούσα αιτία της ταινίας, το μυαλό και η αίσθηση του φιλμικού σύμπαντος. Όχι ένας απλός τροχονόμος που λέει πως πρέπει να πάνε και να έρθουν οι ηθοποιοί. Δύο μόνο, από όλους τους σκηνοθέτες που δούλευαν τότε στο σινεμά, ξεχωρίζει ο Τρυφώ, τον Κλωντ –Οτάν Λαρά (που δυστυχώς έγινε ευρωβουλευτής του Λεπέν) και τον Ζαν Ντελανουά. Εκείνος όμως ο σκηνοθέτης που ταυτίζεται απολύτως με το μοντέλο του σκηνοθέτη- δημιουργού, όπως τον βλέπει ο Τρυφώ, ήταν ο Γερμανός Μαξ ΄Οφυλς, που στην δεκαετία του 50, έχει σκηνοθετήσει μερικές από τις πιο κομψές και τις πιο μοντέρνες Γαλλικές ταινίες: Το Γαϊτανάκι του Έρωτα (1950) (La Ronde), Τα Σκουλαρίκια της Κυρίας ντε….(1953), Λόλα Μοντέζ (1955) (Lola Montès).
Ο Ρομπέρ Μπρεσόν, ο Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, ο Ζακ Μπεκέρ, και ο Ζακ Τατί, είναι τέσσερις άλλοι σκηνοθέτες που συμπίπτουν με το τρυφωικό μοντέλο του σκηνοθέτη δημιουργού.
Ο Μπρεσόν δημιουργεί ένα ολότελα δικό του ύφος με τα λιτά δράματα του που έχουν συνήθως ηθική ή πνευματική διάσταση: Το Ημερολόγιο ενός Επαρχιακού Εφημερίου (1951) (Journal d’ un Curé de Compagne), ΄Ενας Καταδικασμένος σε Θάνατο Δραπέτευσε (1956) (Un Condamné à Mort s’ est Echappé). Λάτρης του αμερικανικού φιλμ-νουάρ Μελβίλ γυρίζει μια σειρά εξαιρετικών αστυνομικών ταινιών: Ο Χαφιές, (1962) (Le Doulos), Ο δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο (1967), (Le Samouraï), Ο Κόκκινος Κύκλος (1970) ( Le Cercle Rouge). Σ’ αυτόν ανήκει επίσης η ταινία που θεωρείται ως η απόλυτη γύρω από τον πόλεμο και την αντίσταση: Η Στρατιά των Ίσκιων (1969) (L’ Armmée des Ombres).
Ο Ζακ Τατί, αποδεικνύεται άξιος διάδοχος του Κήτον και του Τσάπλιν με τις λίγες αλλά πολύ σημαντικές ταινίες του: Οι Διακοπές του κ. Υλώ (1953),(Les Vacnces de Monsieur Hulot) Ο Θείος μου(1958), (Mon Oncle), και Πλαίη-Τάϊμ (1967), (Playtime) και ο Ζακ Μπεκέρ μπορεί να θεωρηθεί ο κρίκος που ενώνει τα ποιοτικό γαλλικό σινεμά με τη Νουβέλ Βαγκ: Ας με κρίνει η Κοινωνία (1954),(Touchez pas au Grisbi), Η Στενή (1960), (Le Trou), Η Χρυσή Περικεφαλαία (1952) (Casque d’ Or).
Ο Ζωρζ Κλουζώ, με το Μεροκάματο του Τρόμου (1953), (Le Salaire de la Peur) και τις Διαβολογυναίκες(1955), (Les Diaboliques), ο Ζώρζ Φρανζύ, με τις λυρικές ταινίες τρόμου του όπως τα Μάτια χωρίς Πρόσωπο, (1959), (Les Yeux sans Visage) ο Ροζέ Βαντίμ με το, Και ο Θεός ΄Επλασε τη Γυναίκα,(1956), (Et Dieu… Créa la Femme) που αποθέωσε τη θηλυκότητα της Μπριζίτ Μπαρντώ, είναι τρεις αξιόλογοι σκηνοθέτες αυτής της περιόδου. Τελικά φαίνεται ότι η μεταβατική περίοδος, πριν την έκρηξη της Νουβέλ Βαγκ, δεν ήταν και τόσο ανιαρή.
Η ΝΟΥΒΕΛ ΒΑΓΚ (1959-1969)
Η Νουβέλ Βαγκ, είναι μια κινηματογραφική επανάσταση, που όχι μόνο γκρέμισε το παλιό για να θεμελιώσει στη θέση μια νέα αντίληψη για το σινεμά, άλλα έριξε και μια καινούργια, πιο καθαρή, ματιά στον κόσμο. Επαναξιολόγησε τα εκφραστικά μέσα και την αισθητικής του κινηματογράφου και συνέδεσε την έβδομη τέχνη με την κοινωνία και την πολιτική.
Αν και δεν οργανώθηκαν ποτέ σε συστηματική Σχολή, τους σκηνοθέτες της Νουβέλ Βαγκ τους συνέδεε η συνειδητή απέχθεια που έτρεφαν απέναντι στον μυθιστορηματικό κινηματογράφο που θεωρείτο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανωτερότητας του γαλλικού σινεμά της εποχής. ΄Ολοι τους ήταν μεθυσμένοι από το νεανικό εικονοκλαστικό τους πάθος, ήθελαν να γυρίζουν ταινίες με καυτά σύγχρονα θέματα, που θα τα αντλούσαν από το άμεσο περιβάλλον. ΄Ηθελαν να εμπλέκονται στα προβλήματα που απασχολούσαν την κοινωνία, και αισθάνονταν την πολίτικη στη πιο πλατιά δυνατή έννοιά της.
Ανανέωσαν την φιλμική τεχνική, από τον τρόπο της συγγραφής του σεναρίου, τον τρόπο του ντεκουπάζ, του γυρίσματος και του μοντάζ. Έκαναν τον πειραματισμό πρώτο ζητούμενο και γύριζαν σε φυσικούς χώρους με φυσικό φως. Η ριζοσπαστικότητα της οπτικής σύνθεσης και της αφηγηματικής αλληλουχίας, τους έφερε σε ρήξη με το συντηρητικό εικονογραφικό ύφος της παραδοσιακής γαλλικής κινηματογραφικής γραφής. Και καθιέρωσαν τον σκηνοθέτη-δημιουργό Για αυτούς μόνο ζητούμενο και μόνο προσδόκιμο ήταν, αποκλειστικά και μόνο, ο κινηματογράφος, για αυτούς ο κινηματογράφος ήταν η υπέρτατη, η απόλυτη τέχνη.
Το περιοδικό, Κινηματογραφικά Τετράδια, που είχε ιδρύσει ο Αντρέ Μπαζέν, το 1951, ήταν το στρατηγείο του αρχικού πυρήνα, από εκεί ενορχήστρωναν όλη τη θεωρητική και πρακτική δουλειά τους ο Φρανσουά Τρυφώ, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Ερίκ Ρομέρ, ο Κλωντ Σαμπρόλ, και ο Ζακ Ριβέ.
Συνήθως αγνοείται μια ισχυρή τάση μέσα στους χαλαρούς κόλπους της Νουβέλ Βαγκ, που ο Ρίτσαρντ Ρουντ ονομάζει Αριστερή Όχθη( Rive Gauche), μια τάση που την αποτελούσαν ο Κρις Μαρκέρ, ο Αλαιν Ρενέ, και η Ανιές Βαρντά. Με εντονότερη πολίτικη στράτευση προς την αριστερά, χωρίς τις στενά κινηματογραφοκεντρικές έμμονες των νεοκυμματικών σκηνοθετών, η Αριστερή Όχθη, ήθελε όλες τις τέχνες, ιδιαιτέρα τις πλαστικές τέχνες και την λογοτεχνία, να βοηθούν τον κινηματογράφο. Στην ομάδα συμμετείχαν ο Αλαίν Ρομπ- Γκριγιέ και η Μαργκερίτ Ντυράς, οι αρχηγέτες του Νέου Μυθιστορήματος (nouveau roman).
Ο Τρυφώ κάνει πράξη τις απόψεις του, το 1959, με τα, 400 Χτυπήματα (Les 400 coups), που είναι μια μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Την ίδια χρονιά ο Αλαίν Ρενέ παρουσιάζει το Χιροσίμα Αγάπη( Hiroshima mon Amour) που ανοίγει μια τριλογία διαλογισμού επάνω στη μνήμη και το χρόνο. Ο σκηνοθέτης όμως που σημαδεύει το γαλλικό κινηματόγραφο, έτσι ώστε η ιστορία του να περιοδολογείται ως προ και μετά Γκοντάρ εποχή, είναι ο Γκοντάρ και η ταινία Με κομμένη την Ανάσα, (1960), A bout de Souffle).
΄Ενας χείμαρρος σπουδαίων ταινιών κατακλύζει τη Γαλλία και τον κόσμο όλον.
Γκοντάρ: Ο Τρελός Πιερό (1965) (Pierrot Le Fou), Η Περιφρόνηση (1963) (Le Mépris), Η Κινέζα (1967).
Τρυφώ: Ζυλ και Τζιμ (1962),(Jules et Jim), Χαμένα Φιλιά (1968), Baisers Volés).
Σαμπρόλ: Το Κτήνος Πεθαίνει (1969),(Que la bête meure),Ο Χασάπης (1970), (Le Boucher).
Ριβέ: Μια Νύχτα με την Μοντ, (1969),( Ma nuit chez Maud)
Ρενέ: Πέρσι στο Μάριενμπαντ, (1961), (L’ Année Dernière à Marienbad), Μύριελ(1963) (Muriel).
Ντεμύ: Οι Ομπρέλες του Χερβούργου (1964), (Les Parapluies de Cherbourg), Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ (1967), (Les Demoiselles de Rochfort).
Η Νουβέλ Βαγκ, εν κατακλείδι, ήταν ένα μοντέλο Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου πολύ πιο πριν από το «Δόγμα 95».
Ενώ οι σκηνοθέτες της Νουβέλ Βαγκ και της Αριστερής ΄Οχθης, συνεχίζουν το ριζοσπαστικό τους έργο, έρχονται να τονίσουν τον πολικό ή πολιτικοποιημένο κινηματογράφο τρεις κυνηγημένοι σκηνοθέτες: ο Ζυλ Ντασέν και ο Τζόζεφ Λόουζη από τις ΗΠΑ και ο Κώστας Γαβράς από την Ελλάδα. Εκείνοι έφυγαν για να μην καταθέσουν στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Μακάρθυ και ο Γαβράς για να γλυτώσει τις πολικές διώξεις, που υπέστησαν οι ηττημένοι κομμουνιστές, από το ελληνικό κράτος.
Ο Ζυλ Ντασέν μεταφέρει στην Ευρώπη το κλίμα του φιλμ νουάρ με το Ριφιφί (1955) (Rififi Chez les Hommes), ο Λόουζυ κάνει τον εξαιρετικό Κύριο Κλαϊν, (1976) και ο Γαβράς μια σειρά από πολικές αντιφασιστικές αριστερές ταινίες: Ζ (1969) (Z), Η Ομολογία (1970) (L’ Aveu), Κατάσταση Πολιορκίας (1973) (Etat de Siege).
Αλλά και οι Γάλλοι σκηνοθέτες αμφισβητούν τα εθνικά αφηγήματα ή τα μεγάλα τραύματα της ιστορίας τους. Έτσι καταπιάνονται με θέματα όπως η συνενοχή των Γάλλων στις διώξεις των Εβραίων συμπατριωτών τους: Τα Γκισέ του Λούβρου, ( αγγλικός τίτλος, Μαύρη Πέμπτη (1974)) (Les Guichets du Louvre), του Μισέλ Μιτρανί. Ή τολμούν να εκθέτουν το ταμπού του πολέμου της Αλγερίας: Ρ. Α. Σ. (1973) (R.A.S) του Υβ Μπoσουέ και την Αμφισβήτηση (1977) (La Question) του Λωράν Χέηνεμαν.
ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΙΛΕΝΙΟΥΜ (1980-1999)
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αν και εκλείπουν τα αυθεντικά ταλέντα, ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης είναι σκληρός και τα εισιτήρια μειώνονται, ο Γαλλικός Κινηματογράφος βγάζει στις αίθουσες κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες.
Λυκ Μπεσόν: Subway (1985), Grand Bleu (1988). Φράνσις Βεμπέρ: Η Κατσίκα (La Chévre) (1981). Κλωντ Μπερί: Jean de Florette (1986). Ζαν-Ζακ Ανώ: Η Αρκούδα (1986), (L’ Ours). Κολίν Σερώ: Τρεις ΄Αντρες και ένα Πόρτ-Μπεμπέ, (1985) (Trois Hommes et un Couffin). Μπερνάρ Μπλιέ: Trop Belle pour Toi) (1989). Πατρίς Λεκόντ: Monsieur Hire (1989), Ο Εραστής της Κομμώτριας (1990) (Le Mari de la Coiffeuse), Το κορίτσι της Γέφυρας (1999) ( Le Fille sur le pont). Ματίε Κασοβίτς: Το Μίσος (1995) (La Haine). Μπετράν Ταβερνιέ: Ca Commence Aujourd’hui (1999) Ολιβιέ Ασαγιάς: L’ Eau Froid (1994).
Όλες οι ταινίες δείχνουν μια μεγάλη ευαισθησία στα προβλήματα της τρέχουσας, ζωντανής, πραγματικότητας, τονίζοντας όλο και περισσότερο την πολίτικη διάστασή τους. Όλα δείχνουν ότι οι Γάλλοι σκηνοθέτες συνειδητοποιούν, ακόμη πιο πολύ, ότι ο κινηματογράφος δεν είναι απλώς ένα μέσον ψυχαγωγίας, αλλά και ένα ισχυρό όπλο για τη χειραφέτηση των ανθρώπων.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ (2000 – )
Η νέα χιλιετία αρχίζει και συνεχίζεται πολύ ευοίωνα για την γαλλική κινηματογραφία. Εμφανίζεται μια πληθώρα νέων ταλαντούχων σκηνοθετών, που ανανεώνουν την θεματογραφία και δίνουν νέο περιεχόμενο στις παλιές φόρμες και τα είδη. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η εισαγωγή της ψηφιακής λήψης δίνουν νέες δυνατότητες κάνοντας ευκολότερο το γύρισμα μιας ταινίας.
Ο Ζαν-Πιέρ Ζενέ, το 2001, με την Αμελί (Le Fabuleux Destin d’ Amélie) κάνει τον γαλλικό κινηματογράφο γνωστό στην οικουμένη και απογειώνει την καριέρα της Οντρέ Τούτου. Η επιτυχία εκτός από καλλιτεχνική είναι και εισπρακτική. Ο Ζαν-Πιέρ Ζενέ δίνει στη συνεχεία τους Ατελείωτους Αρραβώνες (2004) (Un Long Dimanche de Fiançailles), Τον Απρόβλεπτο κ. Σπίβετ (2013) (T.S.Spivet) και τον Καζανόβα (2015)(Kazanova).
Ο Ζακ Οντιάρ, με το, Ο Χτύπος που ΄Εχασε η Καρδιά (2005), (De Battre de mon Coeur est arrêté, και τον Προφήτη(2009), (Un Prophete), επαναπροσδιορίζει το μετά νουάρ θρίλερ.
Ο Ντάνυ Μποούν, με την κωμωδία του Bienvenue chez les Ch’tis (2008) (Eίναι τρελοί αυτοί οι βόρειοι) κόβει 21 εκατομμύρια εισιτήρια και την κάνει την πρώτη σε εισιτήρια ταινία από κτήσεως γαλλικού σινεμά.
Ο Αντρέ Τεσινέ, διερευνά με λεπτότητα και ευαισθησία τα βάθη της ανθρώπινης κατάστασης σε διαφορετικά κάθε φορά περιβάλλοντα. Οι Μάρτυρες (2007) (Les Témoins), Το Κορίτσι του Τραίνου (2009) (La Fille de RER), Εν Oνόματι της Kόρης μου (2014) (L’ Homme qui Aimait Trop).
Ο Αρνώ Ντεσπλεσέν, με τη Χριστουγεννιάτικη Νύχτα (2008) (Un Conte de Noël), βαθαίνει τη γκάμα της κωμωδίας, η Κλαιρ Ντενίς με τα, 35 Σφηνάκια Ρούμι(2009) (35 Rhums) και το White Material(2009), σμίγει τον κοινωνικό προβληματισμό με την αισθητική αναζήτηση.
Ο Φρανσουάζ Οζόν, με τις 8 Γυναίκες (2002), μια μαύρη κωμωδία μυστηρίου και τον λυρικό γεμάτο τρυφερότητα Φραντζ (2016) είναι δικαίως, αυτή τη στιγμή στη πρώτη γραμμή πυρός του γαλλικού σινεμά. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, παρά την πλησμονή νέων κινηματογραφιστών, έχουμε ευχάριστες επιστροφές παλιών δοκιμασμένων σκηνοθετών που διατηρούν την ακμαιότητά τους ακόμη και σήμερα, όπως ο Αλαίν Ρενέ με το, Δεν έχετε δει τίποτa ακόμη (2012) (Vous n’ avez encore rien vu).
Σήμερα ο Γαλλικός Κινηματογράφος συνεχίζει να προβληματίζεται επάνω σε θέματα που αφορούν στην κοινωνία, όπως το μεταναστευτικό, στην πολίτικη, όπως η άνοδος της ακροδεξιάς και στην, διαρκώς ρέπουσα προς το παράλογο και το υπερρεαλιστικό, καθημερινότητα.
Σήμερα, η χώρα που όχι μόνο εφηύρε τον κινηματογράφο αλλά τον ανύψωσε σε μορφή τέχνης, που καθιέρωσε τον σκηνοθέτη- δημιουργό, βρίσκεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, στην πρωτοπορία όλων των κινηματογραφιών του κόσμου.