Λο | 2025

λο

Λο | Θανάσης Βασιλείου | 205 | Ελλάδα, Γαλλία| 70'

 

Το «Λο» του Θανάση Βασιλείου είναι το ντοκιμαντέρ της χρονιάς και ένα από τα καλύτερα εγχώρια δείγματα ντοκιμαντέρ δοκιμίου, με ετερόκλιτα υλικά (πλάνα προσωπικού αρχείου με κάμερα, πλάνα αυτό-κινηματογράφησης με ένα i-phone, φωτογραφίες του οικειακού άλμπουμ και Επίκαιρα της Χούντας) και ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό ερώτημα «Ποιοι είμαστε όταν η ιστορία σιωπά;» που αποπειράται να το «απαντήσει»..κινηματογραφικά.

Ο Θανάσης Βασιλείου αυτό-κινηματογραφείται όταν επιστρέφει από το Πουατιέ της Γαλλίας, όπου ζει και εργάζεται ως Καθηγητής Κινηματογραφικών σπουδών, στο άδειο διαμέρισμα της παιδικής του ηλικίας στην Αθήνα για να διαχειριστεί μια προβληματική κληρονομιά.

Απευθυνόμενος στη μητέρα του μέσα από αυτό το σινέ-γράμμα, κινηματογραφεί τους χώρους του σπιτιού σε μια προσπάθεια να θυμηθεί. Μια αμφιβολία είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το υλικό κατασκευής της ταινίας αφού τα πλάνα αυτά δεν γυρίζονται με αρχικό σκοπό το γύρισμα μιας ταινίας. Η κατάληξή τους είναι άγνωστη. Καταγράφει την απόφαση να αποδεχθεί την κληρονομία. Κληρονομιά υλική: ένα σπίτι και υπέρογκα χρέη που δεν γνώριζε. Kαι μια κληρονομιά συμβολική: της απουσίας του βιολογικού πατέρα, μια κληρονομιά σιωπής γύρω από τη ρήξη, από το παρελθόν του και από το παρελθόν της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Κληρονομούμε υλικά αγαθά αλλά κληρονομούμε και αναμνήσεις, αφηγήσεις, σφάλματα, απουσίες, κενά και σιωπές. Η κληρονομιά μιας αποσιωποιημένης μνήμης, ατομικής και συλλογικής, διατρυπά την επιφάνεια του παρόντος αναζητώντας αναγνώριση, ανά-γνωση. Πάνω από τις φωτογραφίες των γονιών του, του καθενός ξεχωριστά με εκείνον, διερωτάται: «Τραβήξατε ο ένας τον άλλον και δεν είπατε σε έναν περαστικό να μας τραβήξει και τους τρείς». Η κινηματογράφηση του άδειου σπιτιού, των άδειων δωματίων, των κενών θέσεων, των σχισμών στους τοίχους, των ξεχαρβαλωμένων καλωδίων που κρέμονται, η απουσία και η έλλειψη κινηματογραφημένες σαν οντότητες στοιχειώνουν το παρόν ενεργοποιούν διαρκώς τις απόπειρες ανάγνωσης του παρελθόντος. Ίχνη υλικά ή νοητικά επιστρατεύονται από τον σκηνοθέτη σε μια απόπειρα «ερμηνείας» που διαρκώς ολισθαίνει.

λο

Η ανάμνηση που έχει από τον παππού του να αναφέρει «Ο πατέρα σου ήταν στην ΕΣΑ. Το άγριο ξύλο. Η δικτατορία.» και το «Λο» («σώπα», στα ηπειρώτικα) που η γιαγιά του εκνευρισμένη αναφώνησε. Ένα βιβλίο που ανακαλύπτει ο σκηνοθέτης ενώ καταγράφει αυτή τη διαδικασία θύμησης και επηρεάζει την πορεία της ταινίας. Η μητέρα του, μέσα από μια αφιέρωση, απευθύνεται σε εκείνον, σαράντα χρόνια μετά και το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι «Ένας Άντρας» που έχει γράψει για τον Αλέξανδρο Παναγούλη, ενεργοποιεί τον στοχασμό σε σχέση με την συλλογική Ιστορία. «Γιατί διάλεξες το βιβλίο για τον Παναγούλη;» Γιατί πάντα οι λέξεις σου με στέλνουν πίσω σε εκείνα τα σκοτεινά χρόνια;».

Στην αναζήτηση αυτή που ξεπερνά τον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, ο σκηνοθέτης βγαίνει στον δημόσιο χώρο, στέκεται στο άγαλμα του Αλέξανδρου Παναγούλη, στο μνημείο του Σωτήρη Πέτρουλα, στα αγάλματα μπροστά από την Αθηναϊκή Τριλογία που του θυμίζουν οι βόλτες με τη μητέρα του. Οι τόποι της δικής του μνήμης έχουν υπάρξει και τόποι της Ιστορίας, η όμορφη ανάμνηση του παγωτού που τρώει παρέα με τη μητέρα του και στάζει στα μάρμαρα της Πανεπιστημίου διαταράσσεται από τη συνειδητοποίηση ότι σε αυτούς τους χώρους οι δικτάτορες πραγματοποιούσαν «επετείους μίσους». Το αρχειακό υλικό από τη συνάντηση του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου με Αμερικάνους του ΝΑΤΟ το 1968, από την Ορκωμοσία της Βασιλικής Αεροπορίας το 1968, από την Ομιλία του Δικτάτορα Παπαδόπουλου στο Καλλιμάρμαρο το 1969 διαποτίζεται από το παρόν. Ήχοι της διαδικασίας του γυρίσματος, τα πουλιά που κελαηδούν, ο ήχος του ανοίγματος των λογαριασμών, ήχος βημάτων στις σκάλες, παρεμβαίνουν λαμβάνοντας θέση ηχητικής αόρατης οντότητας του παρόντος στη θέαση των εικόνων του παρελθόντος. Η αντίστιξη μεταξύ ήχου και εικόνας σε αυτή την επιστροφή στους τόπους της Ιστορίας μέσα από το αρχειακό υλικό επικαιροποιεί το τραύμα προσωπικό και συλλογικό μετατρέποντας τη μνήμη σε ενεργή διαδικασία και υπόθεση του παρόντος.

λο

Εικόνες ενός οικογενειακού παρελθόντος, φωτογραφίες, σημειώματα, βιβλία, αντικατοπτρίζουν και αντικατοπτρίζονται στις εικόνες της συλλογικής Ιστορίας σαν η ταινία να είναι μια περιπλάνηση, σε ένα δρόμο που συνεχώς εκτροχιάζεται, σε μια διαδικασία που τα ερωτήματα πυκνώνουν αντί να απαντώνται και όπου η Οδύσσεια αυτή δεν έχει σημείο επιστροφής αλλά εδράζεται σε μια Εικόνα που κατασκευάστηκε ενόσω κινηματογραφούσε. Η παρουσία της μητέρας μέσα από την ετεροχρονισμένη αλληλογραφία, η φωνή του πατέρα στο τηλεφώνημα του τέλους και η καταγραφή της διαδικασίας αυτής και του εαυτού του σκηνοθέτη εν εξελίξει κατασκευάζουν μια νοητική εικόνα των τριών τους. Διερωτάται κάποια στιγμή στην αρχή τις ταινίας πάνω από τις ξεχωριστές φωτογραφίες των γονιών του με τον ίδιο: «Τραβήξατε ο ένας τον άλλον και δεν είπατε σε έναν περαστικό να μας τραβήξει και τους τρείς». Στην υλική υπόσταση που πήρε αυτή η περιπλάνηση στην ατομική και συλλογική μνήμη ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συνυπάρξει τους τρείς τους, κινηματογραφικά.

Αν το αντίθετο του «ξεχνώ», δεν είναι το «θυμάμαι» αλλά η δικαιοσύνη; Έστω η δικαιοσύνη για αυτήν την κοινή φωτογραφία των τριών που δεν βγήκε ποτέ. Η εικόνα μιας μνήμης από το μέλλον.