Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα | 2016
Μanchester By The Sea | 2016 | ΗΠΑ | Κένεθ Λόνεργκαν | Πρωταγωνιστούν Μισέλ Γουίλιαμς, Κάιλ Τσάντλερ, Λούκας Χεντζ
O Kένεθ Λόνεργκαν, χωρίς να αρνείται την σύγχρονη μεταμοντέρνα εποχή του, πιστεύει, όπως και άλλοι σύγχρονοι σκηνοθέτες, σε ένα μοντερνιστικό ουμανισμό και σε μια ακαδημαϊκής τάξεως ευαισθησία που του δίνει αυτή την ξεχωριστή λάμψη που διακρίνουμε στις δουλείες του. Κάνει όμως και κάτι άλλο, ενώ η εποχή μας αλλοτριώνει το μύθο σε αφήγημα, αυτός προσπαθεί ,παίρνοντας τον αντίθετο δρόμο, να επιστρέψει στο μύθο.
Το μύθο, που αποτελεί αποκλειστική λειτουργιά της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία μπροστά στο άγνωστο, το οποίο φλέγεται να κατανοήσει, κατασκευάζει, όχι μόνο, μια καθολική εικόνα του κόσμου αλλά και ένα σύστημα αξιών αναμιγνύοντας έλλογα και άλογα στοιχεία, και μεταβάλλοντας τα ανέφικτα σε εφικτά, ικανοποιεί την επιθυμία της να διαβεί τα όρια του επιστητού. Η μετουσίωση του μύθου σε τέχνη , η μεγαλοπρεπέστερη ίσως από τις λειτουργίες της ανθρώπινης συνείδησης, έγινε πράξη με την αρχαία ελληνική τραγωδία.
Ο Κένεθ Λόρενγκαν, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, ο οποίος ξεκίνησε την πορεία του ως θεατρικός συγγραφέας, έχει κάτι το έντονα ευριπίδειο στην δραματουργία του.
Ο Ευριπίδης, όπως λέει και ο ποιητής, «είδε τις φλέβες των ανθρώπων/σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια». Πίστευε ακόμα ότι το κακό έρχεται αποκλειστικά απ’ έξω, από δυνάμεις που εξουσιάζουν την ύπαρξη του ανθρώπου, δυνάμεις που η επίδρασή τους δε συλλαμβάνεται λογικά, ούτε συνδέεται με ηθικούς κανόνες. Το παράλογο επεμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου καταστρέφοντάς την. Στον Ευριπίδη δεν υπάρχει μοίρα, ειμαρμένη, κυριαρχεί η τύχη.
Ο ήρωας του Ευριπίδη που έχει υποστεί την ανηλεότερη επέμβαση αυτών των δυνάμεων, είναι ο Ηρακλής, της σπάνια παιζόμενης σήμερα τραγωδίας, Ηρακλής Μαινόμενος, που σκοτώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του μετά από ξαφνική τρέλα που του στέλνει η Ήρα. Καταρρακωμένος από την πράξη του θέλει να αυτοκτονήσει, με την παρέμβαση όμως του Θησέα ο Ηρακλής πείθεται να ζήσει, λέγοντας «εγκατερήσω βίοτον», θα την αντέξω τη ζωή.
Ο Λη Τσάντλερ, ο ήρωας του Λόνεργκαν, είναι ένα σύγχρονο αντίγραφο του ευριπίδειου Ηρακλή. Καλείται κι αυτός να σηκώσει το άγος του πεσμένος βαθιά μέσα στη αβυσσαλέα, στη ζοφερή, νύχτα της οδύνης. Αντέχει κι αυτός τη ζωή πληρώνοντας ως αντίτιμο τη βίωση της έσχατης δυστυχίας. Όπως ο Ηρακλής, έτσι και ο Λι φεύγει από τον τόπο του μετά την αμαρτία, αναγκάζεται όμως να επιστρέψει χωρίς να το θέλει, και εδώ βρίσκεται η ιδιοφυής επινόηση του Λόνεργκαν: προσπαθεί να ανανεώσει τον αρχαίο μύθο προσθέτοντάς του σοφά έναν μετά- μύθο.
Ένας διαλογισμός επάνω στην έσχατη οδύνη είναι η ταινία, προσπαθώντας να δώσει μια ελάχιστα πειστική απάντηση στο ερώτημα πως μπορεί ένας άνθρωπος να ζήσει κάτω από το βάρος που επισωρεύει στους ώμους του μια τόσο μεγάλη τραγική απώλεια, χωρίς να γίνει ένα φάντασμα του εαυτού του. Εδώ όπως και στην τραγωδία το τέλος είναι ανοιχτό.
O Λόνεργκαν εξαντλεί όλες τις δυνατότητες του κινηματογράφου, τα φλας μπακ, που τηρούμενων των αναλογιών μπορούν να αντιστοιχηθούν με τους αγγελιαφόρους της τραγωδίας, φέρνουν το παρελθόν στο παρόν ανοίγοντας την πάντα χέουσα πληγή.
Τολμά ο σκηνοθέτης να αναμιγνύει, σε σκηνές έντονης δραματικότητας, στοιχεία κωμικά και περιγράφει με μελβιλική ακρίβεια το χώρο: Το «παρά θιν’ αλός» Μάντσεστερ της Νέα Αγγλίας, οι κάτοικοι και οι συνήθειες τους, το γλωσσικό ιδίωμά τους, ο παγετός που δεν επιτρέπει την ταφή του νεκρού αδελφού του ήρωα, όλα αυτά μεταξιώνουν το χώρο κάνοντάς τον, από απλή συμβολική σήμανση, ένα από το δρώντα πρόσωπα του δράματος.
Θα ήταν παράλειψη εάν τελείωνα την αδόκιμη αυτή πρόταση χωρίς να αναφερθώ στον Κέϊσι Άφλεκ, τον έξοχο αυτόν ηθοποιό που ενσαρκώνει κυριολεκτικά τον Λι Τσάντλερ. παρατηρήστε, εκτός των άλλων, πως περπατά, είναι το περπάτημα του απόλυτα μοναχικού, σπαρασσομένου από την οδύνη ανθρώπου.
Αν και από πουθενά δε φαίνεται ίχνος αισιοδοξίας η τελευταία σκηνή ανοίγει μια μικρότατη χαραμάδα από όπου περνά ένα αμυδρότατο φως: ακόμη και ο πιο απελπισμένος άνθρωπος έχει κάποιες στιγμές που είναι λιγότερο απελπισμένος.