Η Λεωφόρος της Δύσης | 1950
Sunset Boulevard | 1950 | 110' | Μπίλι Γουάιλντερ | Γουίλιαμ Χόλντεν, Γκλόρια Σουάνσον, Έριχ φον Στροχάιμ
Στο παιδικό παιχνίδι του καλειδοσκόπιου, με την περιστροφή του σωλήνα, κομματάκια γυαλιού κινούνται και σε συνδυασμό με το φως δημιουργούνται διαφορετικοί σχηματισμοί. Όπως λειτουργεί το φως για ένα καλειδοσκόπιο, έτσι λειτουργεί η ταινία Λεωφόρος της Δύσης του Γουάιλντερ για τον ίδιο τον κινηματογράφο, για τους ανθρώπους μπροστά κυρίως αλλά και πίσω από τις κάμερες, για τη βιομηχανία του Χόλιγουντ και την κοινωνία του θεάματος. Σε κάθε πλάνο της ταινίας, σε κάθε ατάκα, σε κάθε ηθοποιό από τον πρωταγωνιστικό έως τον τελευταίο ρόλο υπάρχει και μια μικρή ιστορία για τον ίδιο τον κινηματογράφο, ένα θραύσμα πραγματικότητας ή ένα θραύσμα ψευδαίσθησης;
Στο επίκεντρο αυτού του ευφυέστατου φιλμ νουάρ βρίσκεται η ξεπεσμένη σταρ του βωβού κινηματογράφου Νόρμα Ντέσμοντ, η οποία έχει μείνει εγκλωβισμένη σε μια λαμπερή εικόνα του παρελθόντος της, ζει εξόριστη στο γκροτέσκο αρχοντικό της περιτριγυρισμένη από φωτογραφίες του εαυτού της, προβάλλει τις παλιές της ταινίες και ονειρεύεται την επιστροφή της στη μεγάλη οθόνη. Ο Τζο Γκίλις (Γουίλιαμ Χόλντεν) στον περίπλοκο ρόλο του σεναριογράφου με τα μισά της χρόνια, απένταρος και καταχρεωμένος, υποδύεται τον εραστή αλλά και σωτήρα της που θα της χαρίσει ένα δυναμικό comeback, ενώ ο συνδετικός κρίκος και ο ρόλος -κλειδί της ταινίας είναι ο μπάτλερ της.
Ο Μαξ φον Μάγιερλινγκ (Έριχ φον Στροχάιμ), ένας άλλοτε σπουδαίος βουβός σκηνοθέτης, που τώρα εργάζεται ως μπάτλερ της γυναίκας που κάποτε σκηνοθέτησε – και με την οποία ήταν παντρεμένος. Η ήσυχα θρηνητική φιγούρα του Στροχάιμ είναι εκείνος ο ρόλος πάνω στον οποίο ξεδιπλώνεται η σαρκαστική ματιά του Γουάιλντερ για τον θάνατο του βωβού κινηματογράφου και το κάνει αυτό τη δεκαετία του ’50 που ο αμερικάνικος κινηματογράφος περνά μια κρίση με την επέλαση της τηλεόρασης στη μαζική κουλτούρα των ΗΠΑ, εκθρονίζοντας την σκοτεινή αίθουσα ως τον μόνο τόπο ύπαρξης της κινούμενης εικόνας.
Η ταινία είναι ένα αδιανόητο πεδίο συνάντησης ανάμεσα σε γίγαντες του σινεμά σαν τον Μπίλι Γουάιλντερ, τον σεναριογράφο και παραγωγό Τσαρλς Μπρέκετ, την Γκλόρια Σουάνσο, τον σκηνοθέτη και ηθοποιό του Γκρίφιθ, Έριχ φον Στροχάιμ, τον Σεσίλ Ντε Μιλ, τον Μπάστερ Κίτον και την αρθρογράφο των κουτομπολιών του Χόλιγουντ Χέντα Χόπερ. Είναι επίσης ένα πεδίο όπου πραγματικά περιστατικά αφομοιώνονται στην ταινία και εξαπατώντας μας- ο Γουάιντερ αναστοχάζεται πάνω στο ίδιο το μέσο. Ένα παράδειγμα: η Ντέσμοντ προβάλλει ένα από τα παλιά της βουβά κλασικά έργα για τον Τζο Γκίλις, τον νεαρό συγγραφέα που υποδύεται ο Χόλντεν. Ο Μαξ, υπηρέτης και πρώην άντρας της τρέχει τον προβολέα. Η σκηνή είναι από το «Queen Kelly»την βωβή ταινία του 1929 όπου πρωταγωνιστεί η Γκλόρια Σουάνσον και σκηνοθέτησε ο Στρόχαιμ. Για μια στιγμή η Σουάνσον και ο Στρόχαιμ παίζουν απλώς τον εαυτό τους. Σε κάποιο άλλο σημείο, ο Γουάιλντερ πάλι αντλεί από τη ζωή, όταν η Νόρμα επισκέπτεται τον Σεσίλ Ντε Μιλ στην Παραμάουντ, ο σκηνοθέτης γυρίζει μια σκηνή από το «Σαμψών και Δαλιδά».
Μέσα από τον κατεξοχήν χώρο της μαζικής διασκέδασης, το χολιγουντιανό σινεμά, ο Γουάιλντερ δημιουργεί μια σκληρή κριτική για το σταρ σύστεμ μασά ανθρώπους φτύνοντας τους σε μια αέναη κίνηση καταστροφικής αναδημιουργίας του.
Και αν το 1950 η ταινία αναφερόταν στο θάνατο του βωβού σινεμά και στην επέλαση της τηλεόρασης, πώς την ξαναβλέπουμε σήμερα που 4 χρόνια μετά την πανδημία, δεκάδες σινεμά έχουν κλείσει στις γειτονιές της Αθήνας, οι streaming πλατφόρμες τύπου Netflix κυριαρχούν και η εικόνα του instagram ορίζει ποια θα είναι η πραγματικότητα και ποιος θα είναι ο εαυτός μας. Το σινεμά είναι ίσως η μοναδική τέχνη ικανή να προσαρμόζεται αληθινά την εποχή της και ο μοναδικός χώρος που βρίσκεσαι παράλληλα με τόσο κόσμο αλλά και καθ΄όλα μόνος σου. Ο τόπος εκείνος που η απόσταση οθόνης θεατή και η αδυναμία να τη διακόψεις ζητά διακαώς αυτό ακριβώς που χάνουμε οπουδήποτε αλλού: την οικονομία της προσοχής και την επαφή με τις αισθήσεις.
Στην εποχή της δικτατορίας της νεότητας και της χαράς που απαγορεύεται να μεγαλώσεις, να γεράσεις, να νιώθεις ευάλωτος και που παρακολουθούμε εδώ και ένα χρόνο σήμερα τη γενοκτονία της Παλαιστίνης από το Instagram, δεν ξέρω αν υπάρχει ταινία πιο επίκαιρη που να σχολιάζει την εποχή μας και τα μέσα καταγραφής της. Μια ταινία είναι μεγάλη, διαχρονική όταν απαντά σε περισσότερα ερωτήματα από αυτά που τη γέννησαν. Η Λεωφόρος της Δύσης είναι μαχαίρι στο κόκκαλο. Η Νόρμα Ντέσμοντ δεν είναι γερασμένη το δέρμα, είναι εμφανές σε όλη την ταινία. Το μυαλό της νοσεί. Δεν ζει τα όνειρά της αλλά ονειρεύεται μια ζωή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, έχει χάσει την επαφή με τον αληθινό της εαυτό της και την κοινωνική πραγματικότητα γύρω της.
Η ταινία ξεκινά όπως καμιά χολιγουντιανή ταινία δεν θα μπορούσε- με ένα θάνατο, ένα πρωτοφανές για την εποχή εύρημα, Τελειώνει όμως με την εικόνα της Δύσης σήμερα. Ηθικά έκπτωτης μέσα στη φρενίτιδα της δικτατορίας της Εικόνας ως άλλη Νόρμα Ντέσμοντ.