Ημέρες Οργής| 1943

wd

Ημέρες Οργής (Vredens Dag) |Καρλ Θ. Ντράγιερ | Δανία|1943| 100΄ |Πρωταγωνιστούν: Τόρκιλντ Ροζ, Σίγκριντ Νέγενταμ, Λίζμπεθ Μο

Ο Ντράγιερ γαλουχημένος με την προτεσταντική ηθική, ήταν εκ πεποιθήσεως συντηρητικός. Όταν, μετά την προβολή της ταινίας Hμέρες Οργής, στην κατεχομένη από τους Γερμανούς Κοπεγχάγη, όλοι πίστεψαν ότι αναφερόταν στο κυνήγι των Εβραίων από τους Ναζί, εκείνος το αρνήθηκε σθεναρά, καλού-κακού, όμως το έσκασε για τη Σουηδία.

Κι όμως οι ταινίες του έχουν μοναδικό θέμα την καταπίεση του αθώου: από την εκκλησία, από μια αίρεση, από την οικογένεια, την κοινωνία, το κράτος και τους θεσμούς του, τη μισαλλοδοξία. Τη βία που ασκείται σε όποιον αρνείται να υποταχθεί, σε όποιον δεν απαλλοτριώνει την ελευθερία του, την αξιοπρέπεια, την ατομικότητα και τη μοναδικότητά του.

wd

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο Ντράγιερ είναι με το μέρος του θύματος, το οποίο θύμα είναι πάντα μια γυναίκα: Ιωάννα, Άννα, Γερτρούδη.

Η πλοκή της ταινίας που θα δούμε σήμερα, διαδραματίζεται στην Ολλανδία στις αρχές του 17ου αιώνα. Όπου κυριαρχεί μια τυπική πουριτανική ατμόσφαιρα, ένα δόγμα που οδηγεί τον πιστό σε μια σκληρή υπαρξιακή απομόνωση, και σε άρνηση κάθε άλλης μορφής πολιτισμού, εκτός των Γραφών. Ένα δόγμα σύμφωνα με το οποίο η εργασία θεοποιείται και ο πλουτισμός είναι μέσον κοινωνικής ανόδου, με αναπάντητο όμως πάντα το αγωνιώδες ερώτημα, «είμαι ο εκλεκτός ή όχι;»

Η δράση περιορίζεται στην οικογένεια του πάστορα ο οποίος έχει παντρευτεί μια πολύ νεότερή του γυναικά, αφού έχει σώσει τη μάγισσα μητέρα της από την πυρά. Οι εσωτερικοί χώροι του οίκου έχουν μια λάμψη που κρύβει το φόβο και την ανασφάλεια που επιβάλει η πουριτανική οικιακή καθηκοντολογία. Τα πρόσωπα είναι σφιγμένα, αυστηρά, δύσθυμα. Όλα είναι περισσότερο τελετουργία παρά βίωση.

Ο έξω κόσμος έρχεται με δύο πρόσωπα τον γιο του πάστορα από την πρώτη του γυναίκα και την γριά Μάρτε, που, τρεις ευυπόληπτοι πολίτες, την κατηγορούν για μάγισσα. Αλλά και με τη φύση όπου η ζωή θρασομανά, τη φύση που σαν μια οντολογική ύπαρξη αντιτίθεται με τον ημιθανή κόσμο του οίκου. Θα μπορούσαμε ακόμη να παρομοιάσουμε τη, σφύζουσα από ζωή, φύση με το Διονυσιακό στοιχείο που αντιπαλεύει την, ας πούμε, «απολλώνια» ατμόσφαιρα του οίκου. Την ερωτική φύση όπου οι εραστές σμίγουν αγνοώντας πως η δογματικά γαλουχημένη ψυχή τους είναι ανίκανη να βιώσει τον όντος έρωτα, ο οποίος εκτός από την απολυτή ελευθερία που δίνει στον άνθρωπο είναι το μόνο φάρμακο που θεραπεύει το θάνατο.

wd

Τα δυό αυτά πρόσωπα ο έρωτας του πρώτου και ο θάνατος της δεύτερης δημιουργούν καταστάσεις που ανατρέπουν την ισορροπία του καταπιεστικού και αυστηρά ιεραρχημένου, περιβάλλοντος του οίκου του πάστορα. Η φουρτούνα όμως είναι περαστική, και το σύστημα ανίκητο και άτεγκτο επιβάλλεται και πάλι. Η Άννα, αφού έχει πεισθεί ότι είναι ανίκανη να νικήσει μια κοινωνική, θρησκευτική, πολιτική, αλλά και ταξικά, πανίσχυρη τάξη πραγμάτων, παραδέχεται, αυτοκαταστροφικά, ότι είναι μάγισσα,.

Οι Μέρες Οργής, είναι μια ψυχρή, αμερόληπτη σπουδή στο λευκό και το μαύρο, στο καλό και το κακό, στη σωτηρία και την απώλεια. Στο σκότος την ακινησία και τη σιωπή. Στην αγάπη, το μυστήριο και βία, που παράγουν ερωτισμό, άγχος και οργή. Με πλάνα που παραπέμπουν σε συνθέσεις Φλαμανδών ζωγράφων προσπαθούν όχι μόνο να διεισδύσουν στον ψυχικό κόσμο των προσώπων, αλλά και να μας θυμίσουν την εποχή του βωβού όταν η εικόνα ήταν το μοναδικό κινηματογραφικό εκφραστικό μέσον.

wd

Με έναν ρυθμό που υπαγορεύεται από τα μακρά πλάνα, μας δείχνει την πολυσύνθετη εσωτερική πνευματικότητα των προσώπων. Έτσι νιώθουμε δυνατότερα πως η όποια ένταση δεν είναι μια εξωτερική πράξη εκτόνωσης αλλά μια πράξη βαθιάς ψυχικής σύγκρουσης.

Ο Ντράγιερ, αγαπητοί φίλοι, ιστορεί παραδειγματικές καταστάσεις προσπαθώντας να δημιουργήσει μια τραγωδία κατ’ αναλογία της Αρχαίας Ελληνικής. Και, παρόλο που προσπαθεί, όπως ορίζει ο Νίτσε, να συνθέσει το Απολλώνιο με το Διονυσιακό στοιχείο, το δραματικό του σύμπαν ενώ είναι γεμάτο με έναν παραλυτικό φόβο, στερείται παντελώς ελέου.

Σύμφωνα όμως με τον Αριστοτέλη χωρίς έλεο και φόβο είναι αδύνατον να παραχθεί Κάθαρση, πράγμα που κάνει τη δημιουργία μιας γνήσιας τραγωδίας αδύνατη.