Η Τελευταία Παμπ | 2023
Τhe Old Oak | Κέν Λόουτς | 2023 | Aγγλία, Γαλλία, Βέλγιο | Πρωταγωνιστούν: Ντέιβ Τέρνερ, Έμπλα Μάρι, Κλερ Ρότζερντσον | 113'
Η φωτογραφική κάμερα, ο ιστορικός μάρτυρας του 20ού και του 21ου αιώνα, γίνεται το αφηγηματικό όχημα του Λόουτς στην «Τελευταία Παμπ», το τρίτο μέρος της άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε το 2016 με την ταινία « Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» και συνεχίστηκε το 2019 με την ταινία «Δυστυχώς, απουσιάζατε».
Μαζί με τον σεναριογράφο Paul Laverty, χαρτογραφούν το ταξικό και πολιτισμικό τοπίο της εργατικής τάξης στη βορειονανατολική Αγγλία μέσα από θεματικές που ακολουθούν την εργασιακή και κοινωνική πραγματικότητά της. Ο Ντάνιελ Μπλέικ «αποανθρωποιείται» τρέχοντας πίσω από το σύστημα παροχών λιτότητας σε μια κριτική για την κρίση του υγειονομικού συστήματος, στην επόμενη ταινία, ο Ρίκι, μαθαίνει με βίαιο τρόπο πως τελικά οι δουλειές διανομής (delivery jobs) και οι συμβάσεις μηδενικών ωρών αποδεικνύονται τυραννία αντί για ευκαιρία, σε μια ταινία κριτική για τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης στη gig/ platform economy. Μαζί με τον Λάβερτι ακολουθούν τη μετατόπιση της εργασίας από στάδιο σε στάδιο, από το δικαίωμα στη υγειονομική άδεια και περίθαλψη, στην βαθμολόγηση του εργαζόμενου από τα κέντρα ευρέσεως εργασίας και την τράπεζα τροφίμων, από την κατοχύρωση του δικαιώματος στο οχτάωρο, στον κατακερματισμό της 14ωρης εργασίας χωρίς δικαιώματα.
Στην τελευταία ταινία της τριλογίας, και τελευταία της καριέρας του όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, παρακολουθούμε το κινηματογραφικό πορτραίτο ενός χωριού της Κομητείας του Ντάραμ και των κατοίκων του που πια καλούνται να ζήσουν με τους πρόσφυγες που φθάνουν στον τόπο τους. Πρόσφυγες που φιλοξενούνται σε ξενώνες/σπίτια που έχουν αγοραστεί κοψοχρονιά μετά την κρίση από μεγάλα funds, αλλάζοντας τα δεδομένα της περιοχής και οι οποίοι κακοποιούνται και δέχονται επιθέσεις από ντόπιους που έχουν εξτρεμοποιηθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο εκφασισμός της φτωχοποιημένης εργατικής τάξης από τη μια και η πλευρά της αλληλεγγύης και της ταξικής συνείδησης από την άλλη συγκρούονται.
Το όνομα της παμπ (Τhe Old Oak) δεν είναι τυχαίο. Η βελανιδιά αποτελεί σύμβολο δύναμης, μακροζωίας και σταθερότητας, με απήχηση στην εθνική ταυτότητα της Αγγλίας. Η «Παλιά Βελανιδιά» είναι ο τελευταίος δημόσιος χώρος συνάντησης του χωριού, ο οποίος καταρρέει όπως ο ιδιοκτήτης της. Ο T. J. Ballantyne ([Dave Turner), είναι ένας άνθρωπος που ενσαρκώνει την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών. Ξεκίνησε ως νεαρός ανθρακωρύχος στην απεργία των ανθρακωρύχων του 1984, αγωνίστηκε μαζί με το συνδικάτο ανθρακωρύχων αλλά η πολιτική της Θάτσερ τον θέρισε. Διαζευγμένος και με έναν γιο που δεν του μιλάει, προσπαθεί να επιβιώσει με τους λιγοστούς πελάτες-συγχωριανούς και φίλους ή πρώην συναδέλφους που έχουν απομείνει, δίχως να βλέπει κάποια ελπίδα και κάποιο μέλλον για τον εαυτό του. Βρίσκεται σε παρακμή όπως και η Παμπ, ο τελευταίος δημόσιος χώρος της κοινότητας. Στο ίδιο παρόν χωρίς ελπίδα βρίσκονται και κάποιοι συγχωριανοί του που εναντιώνονται στη στέγαση των προσφύγων δίπλα τους. Ο Λόουτς δεν επιτίθεται στους «άθλιους» της λευκής εργατικής τάξης. Τους αντιμετωπίζει ως θύματα, αναγνωρίζοντας πως οι δυνάμεις της αγοράς και τα γεωπολιτικά συμφέροντα τους έχουν φέρει στην ίδια θέση με τους Σύριους, τους οποίους έχουν ενθαρρύνει να μισούν για να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους.
Η ταινία ξεκινά εν είδει φωτορομάν, μέσα από τις εικόνες που αιχμαλωτίζει η Γιάρα, μια νεαρή Σύρια πρόσφυγας που φθάνει στην βορειοανατολική Αγγλία μαζί με τη φωτογραφική της μηχανή. Με αυτή έχει φωτογραφήσει τη φρίκη του πολέμου και του ξεριζωμού. Τη στιγμή που μας συστήνεται καταγράφει και τη στιγμή της επίθεσης από τους ντόπιους ρατσιστές που της αρπάζουν και της σπάνε την μηχανή. Η φωτογραφική μηχανή θα είναι η αφορμή να γνωριστεί με τον Τι Τζέι και να αναπτυχθεί μια φιλία μεταξύ τους. Οι φωτογραφίες των αγώνων του παρελθόντος της κοινότητας των ανθρακωρύχων που βρίσκονται στην πίσω αίθουσα της Παμπ, θα είναι η αφορμή να επανασχεδιάσουν το παρόν τους. Ο Λόουτς με αφηγηματικό άρμα τη Φωτογραφία, υπενθυμίζει πως η Ιστορία είναι ζήτημα του παρόντος. Η φωτογραφική μηχανή θα είναι επίσης το μέσο για να έρθει η Γιάρα κοντά με τους ανθρώπους της τοπικής κοινότητας, φωτογραφίζοντας τις γυναίκες στο κομμωτήριο ή τους πρόσφυγες με τους ντόπιους στα κοινά γεύματα. Η Γιάρα και ο Τι Τζέι αντιλαμβάνονται πως δεν είναι αρκετό μόνο να κοιτάς αλλά και να βλέπεις.
«Φωτογραφίζω τον πόνο και τη βία αλλά και την ελπίδα. Γιατί πάντα μέσα από αυτές τις φωτογραφίες και από αυτά τα θέματα που κάνω δε πεθαίνει ποτέ η ελπίδα. Πάντα υπάρχει κάποιος άνθρωπος ο οποίος βοηθάει, προσπαθεί, θυσιάζεται και αυτό κρατάει την ελπίδα ζωντανή». «Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: "δεν γνώριζα"». Αυτά τα λόγια, του φωτογράφου Γιάννη Μπεχράκη, που έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο 2019, μου ήρθαν στο μυαλό στην αρχή της παρακολούθησης της ταινίας και της χρήσης της φωτογραφίας που κάνει ο Λόουτς ως συσκευή αφήγησης. Οι φωτογραφίες της Γιάρα διαγράφουν την πορεία αυτή από τη βία και τον πόνο, στην ελπίδα μέσα από την αλληλεγγύη, την προσπάθεια, τη θυσία. Οι ίδιες οι φωτογραφίες της αντιπαλότητας αντικαθίστανται στην πορεία της ταινίας από τις φωτογραφίες των γευμάτων ντόπιων και προσφύγων.
Ο Ρολάν Μπαρτ γράφει πως η φωτογραφία αναπαράγει στο άπειρο αυτό που δεν έχει συμβεί παρά μόνο μια φορά. Επαναλαμβάνει αυτό που δε μπορεί να συμβεί ξανά υπαρξιακά. Και έχει δίκιο όσον αφορά τη σχέση της με το παρελθόν. Μπορεί όμως την ίδια στιγμή, το σημερινό βλέμμα σε μια παρελθούσα στιγμή να επανανοηματοδοτεί το παρόν και ανοίγει μια δυνατότητα στο μέλλον. Και αυτό κάνει η Γιάρα και ο Τι Τζέι, κοιτώντας τις φωτογραφίες από τα κοινοτικά γεύματα της περιόδου των μεγάλων απεργιών των ανθρακορύχων από το 1984 όταν μέσα στην αγωνία της επιβίωσης κραύγαζαν «Να τρώμε μαζί, να πολεμάμε μαζί.». Ο αγώνας χάθηκε αλλά άφησε ένα ουτοπικό πλεόνασμα ελπίδας που ξανακερδίζεται στο σήμερα.
Μπορεί να έχει κανείς αντιρρήσεις για τον τρόπο αφήγησης του Λόουτς στην τελευταία αυτή ταινία, όπως η ασφυκτική ταυτολογία λόγου και εικόνας, η αγιοποίηση της εργατικής τάξης, η υπερβολική επίκληση στο μελόδραμα. Την ίδια στιγμή όμως δε μπορεί να μη του αναγνωρίσει την συνέπεια στο κοινωνικό σινεμά δουλεύοντας με ερασιτέχνες και επαγγελματίες ηθοποιούς (Ο Τέρνερ, για παράδειγμα, ήταν πυροσβέστης), τη συνέπεια της θέσης του, την ενασχόληση με τα δύσκολα θέματα, τη σημασία του κινηματογράφου της κοινωνικής κριτικής που χρειαζόμαστε αλλά και την πίστη στην ελπίδα που μας δόθηκε «μόνο χάρη στους χωρίς ελπίδα» όπως έγραφε ο Μπένγιαμιν, σε μια εποχή που η εργατική τάξη βρίσκεται μέσα στο στόμα του λύκου και προσπαθούν να την πείσουν πως η ελπίδα ξόφλησε.