Η Κινέζα (1967) - (La chinoise)

chinoise

Γράφει η Ξένια Πηρούνια

Γαλλία, 1967

Σκηνοθεσία: Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Πρωταγωνιστούν: Αν Βιαζέμσκι, Ζαν-Πιέρ Λεό, Μισέλ Σεμενιάκο

Διάρκεια: 96΄

Η Kινέζα είναι μια σημαδιακή ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ γυρισμένη το 1967 και δεν έχει προβληθεί ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Προσέξτε τη χρονολογία και τον τίτλο:1967, η «Κινέζα»

Σ’ αυτή λοιπόν την πολιτική ταινία του ο Γκοντάρ συλλαμβάνει το κλίμα της οργισμένης νεολαίας της εποχής εκείνης στο Παρίσι μέσα από την ανάγνωση του κόκκινου βιβλίου του Μάο Τσε Τουνγκ και την κατανόηση του μαρξισμού-λενινισμού, ως το ιδεολογικό όπλο των φοιτητών. Προφητεύει την έκρηξη του Μάη του ΄68, παρακολουθεί τις ατελείωτες συζητήσεις τους, τις διαφωνίες ανάμεσα στην πολιτική και την ένοπλη δράση, τις νευρωσικές φαντασιώσεις τους, ειρωνεύεται την επικίνδυνη τυφλή βία και το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο έφτασε ο Μάης λόγω της έλλειψης ενός πολιτικού υποκειμένου που θα εξέφραζε τις ανάγκες και τις διεκδικήσεις του κινήματος..

 Από τη μια είναι οι συζητήσεις των νέων, άναρχες, χαώδεις, που δεν εκφράζουν βεβαίως μια ολοκληρωμένη πολιτική άποψη. Σ’ αυτούς τους αυτοσχεδιασμούς ο Γκοντάρ αντιτάσσει μια αληθινή συζήτηση της Βερονίκ με έναν αληθινό φιλόσοφο, τον Φράνσις Ζανσόν που μάταια επιχειρεί να εκλογικεύσει την ηρωίδα. Τον ρωτά γιατί ήταν υπέρμαχος με την τρομοκρατική πρακτική στον πόλεμο της Αλγερίας και γιατί υπερασπίστηκε την Τζαμίλα Μπουχάιρντ όταν ανατίναζε καφετέρια και όχι αυτή τη μικρή ομάδα που θέλει να βάλει βόμβες στα πανεπιστήμια και να προχωρήσει σε πολιτικές δολοφονίες.

 Η απάντησή του συμπυκνώνει όλη την μαρξιστική οπτική για τη βία. Της απαντά:

« H διαφορά είναι ότι πίσω από την Τζαμάλ κρύβεται ένας ολόκληρο λαός έτοιμος να θυσιαστεί για την ανεξαρτησία του, όχι μια ομάδα 2-3 ατόμων και ότι δεν μπορείς να κάνεις επανάσταση εσύ για κάποιον άλλον.»

chinoise

Η Κινέζα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ταινίες της περιόδου γιατί συμπυκνώνει τόσο στο περιεχόμενο της, στο θέμα της δηλαδή, όσο και στη μορφή της, στον τρόπο κινηματογράφησης δηλαδή, τις αναζητήσεις και τις ρήξεις τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ζητούμενο της εποχής είναι το γεφύρωμα της τέχνης και της ζωής, της μορφής και του περιεχομένου. Ένα ριζοσπαστικό θέμα σε ένα έργο τέχνης όπως το σημερινό δε μπορεί να ακολουθεί την καθιερωμένη κινηματογραφική γλώσσα. Έτσι ο Γκοντάρ μιλά «για μια φόρμα που σκέπτεται», για ένα μη αφηγηματικό κινηματογράφο που σκοπό έχει όπως ο ίδιος λέει να ξυπνήσει στον θεατή την ικανότητά του να σκέπτεται και να κρίνει.

Η ιμπεριαλιστική πολιτική της Αμερικής και ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η αντιπαράθεση Δύσης και Ανατολής, η έκρηξη του καπιταλισμού, της κοινωνίας των μέσων ενημέρωσης και των καταναλωτικών αγαθών, η ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος, η Κουβανέζικη Επανάσταση, η Λαϊκή Κίνα και τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή φαίνονταν να αλληλοσυνδέονται σε έναν ασταμάτητο χείμαρρο και η αμφισβήτηση του κατεστημένου που κορυφώνεται με τον Μάη του ’68, αποτέλεσαν κομβικά γεγονότα που καλούσαν την κοινωνία και τους καλλιτέχνες να πάρουν θέση απέναντί τους.

chinoise

Το σημείο κλειδί για να κατανοήσουμε τις περισσότερες μορφές τέχνης της εποχής είναι η ιστορικής σημασίας αλλαγή της θέσης του θεατή που από παθητικός δέκτης γίνεται ενεργό υποκείμενο. Αυτό που ένωνε τους καλλιτέχνες της αμφισβήτησης στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 ήταν η πεποίθηση ότι η τέχνη δεν μπορεί να είναι απλώς μια στατική εμπειρία αλλά μία διαδικασία ερεθισμάτων, προβάλλοντας μια άλλη σχέση μεταξύ τέχνης και κοινού. Ο θεατής θα εγκατέλειπε την παθητική του στάση και θα «εισέβαλε» στο δρώμενο με τρόπο ανάλογο της δεκαετίας του ΄60, τότε που οι μάζες «εισέβαλαν» στο προσκήνιο της ιστορίας.

Είναι η εποχή όπου ο Ρολάν Μπάρτ γράφει Τον θάνατο του συγγραφέα, ο Μισέλ Φουκό το τι είναι ο συγγραφέας, υποκαθηλώνοντας την εξουσία του συγγραφέα έναντι του κοινού, ενώ στον χώρο των εικαστικών τεχνών παρατηρείται η άνθηση των λεγόμενων σήμερα Περφόρμανσις, Χάπενινγκς ή Συμβάντων, καλλιτεχνικών γεγονότων που απαιτούν τη συμμετοχή του θεατή αφήνοντας πίσω την εποχή που η επίσκεψη σε μια έκθεση σήμαινε απλά και μόνο την παθητική παρακολούθηση ενός επιτοίχιου πίνακα.

Στην Κινέζα ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί μια τέτοια φόρμα που καλεί τον θεατή να συμμετέχει, να προβληματιστεί και να κρίνει. Είναι ξεκάθαρο στον θεατή κάθε στιγμή ότι βλέπει μια ταινία, -μια κάμερα κινηματογραφεί την κάμερα που γυρίζουν την ταινία-, δεν ταυτίζεται με τους ηθοποιούς. Η επιρροή του θεάτρου του Μπρέχτ  και της μεθόδου της αποστασιοποίησης είναι εμφανής, τα στατικά πλάνα, τα θεατρικά σκηνικά, τα τσιτάτα στους τοίχους, τα χρώματα που ξεσπούν κι αυτά σαν κραυγές, οι απλές εικόνες που μας επαναφέρουν στο μάθημα των πραγμάτων, οι αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις που δημιουργεί το μοντάζ. Ο Γκοντάρ μας καλεί συνεχώς να παίξουμε και να σκεφτούμε, να το κάνουμε μαζί με τους ήρωες οι οποίοι στο τέλος της ταινίας διχάζονται αλλά μας διαβεβαιώνουν ότι ο αγώνας συνεχίζεται πάντα με άλλα μέσα.

chinoise

Η ταινία καταδεικνύει τη συνάντηση ενός από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της Νουβέλ Βαγκ με το κίνημα του Μάη. Παρά του ότι οι περισσότεροι θεωρούν αυτή την εποχή την πιο πολιτικοποιημένη του και τη στροφή του στον μαοϊσμό, 

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι Ο Γκοντάρ «αποκήρυξε» όλες τις ταινίες που έκανε πριν τον Μάη του 68 μαζί και την Κινέζα γιατί ήταν επηρεασμένος από την μπουρζουαζία όπως ο ίδιος έθεσε. Στην πραγματικότητα Το 1968 ο Γκοντάρ περνάει σε μια πρακτική πιο αυστηρά καθορισμένη από την πολιτική και τη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ με αποτέλεσμα τη δημιουργία της Ομάδας Τζίγκα Βέρτοφ μαζί με τον μαοϊκό φοιτητή Ζαν Πιερ Γκορέν και τη δημιουργία ταινιών ελάχιστα γνωστών που αξίζει να δείτε όπως: o ανατολικός άνεμος που γυρίστηκε το 1969 με συνελευσιακό τρόπο, το Ένα φιλμ σαν τα άλλα στο οποίο δεν υπάρχει η υπογραφή του ως ένδειξη της αποκαθήλωσης του δημιουργού, την ταινία Πράβδα γυρισμένη στην Τσεχοσλοβακία στο τέλος του 1968 και το Αγώνες στην Ιταλία.

chinoise

Ο Γκοντάρ είναι από τους λίγους σκηνοθέτες που ενώ έχει αναγνωριστεί και βραβευθεί παγκοσμίως δεν επαναπαύεται στο ένδοξο παρελθόν του αλλά συνεχίζει να κινηματογραφεί με το ίδιο ανήσυχο πνεύμα. Η τελευταία του ταινία είναι η μικρού μήκους «Δυτικός Άνεμος», για την μεγαλύτερη κατάληψη αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, τη λεγόμενη ZAD,  ζώνη προς υπεράσπιση,  που εδώ και 10 χρόνια στη Ναντ εμποδίζει τη δημιουργία ενός αεροδρομίου. Η ZAD δεν είναι μόνο ένα κίνημα ενάντια στη δημιουργία αεροδρομίου, αλλά και ενάντια στον καπιταλισμό και τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, είναι ένα πείραμα αυτονομίας, ενός διαφορετικού τρόπου ζωής ενάντια στην εκμετάλλευση και το κέρδος, όπου η διαφορετικότητα και η αλληλεγγύη κυριαρχούν. Η ZAD ενοχλούσε και ενοχλεί και σε ότι ενοχλεί ο Γκοντάρ βρίσκεται εκεί για να το κινηματογραφήσει.