Το Γεράκι της Μάλτας (1941)-(Τhe Maltese Falcon)

maltese

Γράφει η Ξένια Πηρούνια

Σκηνοθεσία:Tζον Χιούστον

Πρωταγωνιστούν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Πίτερ Λόρε, Μαίρη Αστορ

Διάρκεια: 101'

Ο Τζον Χιούστον, γράφει ο Β. Ραφαηλίδης το 1975 στο Βήμα και σε κριτική για την ταινία του Χιούστον -Βρώμικη Πόλη-, είναι ο Οδυσσέας του Σινεμά και έχει δικαίωμα να κοροϊδεύει όσους δυστυχείς επιμένουν να φθάσουν στην Ιθάκη τους. Ο Χιούστον, αυτός ο παρολίγον μόνιμος υπαξιωματικός του αμερικάνικου στρατού, ο πρώην λοχίας του μεξικάνικου στρατού , ο πρώην επαγγελματίας μποξέρ που σταμάτησε όταν του έσπασαν τη μύτη, ο πρώην μυθιστοριογράφος, ζωγράφος και σεναριογράφος και από το 1941, σκηνοθέτης, είναι ο κορυφαίος της λεγόμενης «χαμένης γενιάς» του Χόλιγουντ.  Δεν είναι δύσκολο να επισημάνει κανείς το στυλ και τις σταθερές της προβληματικής του Χιούστον όταν γνωρίζει τις δύο ταινίες του- κλειδιά: To Γεράκι της Μάλτας (1941) και το Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάδρε(1947).

Το σύμπαν που φτιάχνει ο Χιούστον είναι συνήθως ένα αυτάρκες σύμπαν, χωρίς επικοινωνία με τους «απέξω», στο εσωτερικό του οποίου γυροφέρνει μια ελπίδα και επιτυχία και πόλεμο που δεν πραγματοποιείται ποτέ.  Οι ήρωες του Χιούστον είναι μονίμως απελπισμένοι αλλά όχι και παραιτημένοι. Μάχονται λυσσασμένα μέχρι την τελική πτώση  και εδώ βρίσκεται το παράξενο μεγαλείο τους. Οι ελπίζοντες  έχουν χαμένο το παιχνίδι εκ των προτέρων γιατί το παίζουν πάντα με χαρτιά σημαδεμένα από  τον αντίπαλο. Αυτό συμβαίνει κατά κόρον και στην πλοκή της σημερινής ταινίας που κατέχει κάποιες πρωτιές που πρέπει να αναφέρουμε:

-Πρώτον, σηματοδοτεί  την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του μέχρι πρότινος σεναριογράφου, Τζον Χιούστον.

-Δεύτερον, σηματοδότησε  το ξεκίνημα ενός νέου κινηματογραφικού είδους, του φιλμ νουάρ και δημιούργησε το αρχέτυπο του ιδιωτικού ντεντέκτιβ πάνω στο οποίο βασίστηκαν πολλοί συνάδελφοί του μετέπειτα.

-Τρίτον, έβγαλε από την αφάνεια τον 42χρονο τότε Χάμφρει Μπόγκαρτ  που μέχρι το Γεράκι της Μάλτας έπαιζε σε δευτεροκλασάτα αστυνομικά φιλμ και σήμανε την αρχή μιας υπέροχης φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των Χιούστον και Μπόγκαρτ.

 Είναι πολλές άλλες οι πρωτιές που έφερε η ταινία αλλά για να μη μακρηγορώ θα μείνω σε αυτές.

Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε στο ομότιτλο αστυνομικό νουάρ μυθιστόρημα του Ντάσιελ Χάμετ του 1929 στη μεταφορά του οποίου ο Χιούστον έμεινε πιστός με εξαίρεση τις ερωτικές σκηνές καθώς τις απαγόρευε ο Κώδικας Λογοκρισίας του Χέιτζ που ίσχυε τότε στο Χόλιγουντ και ήταν προπομπός της εξωφρενικής περιόδου του Μακαρθισμού.

Η υπόθεση της ταινίας

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Σαν Φρανσίσκο όπου δύο ιδιωτικοί ντετέκτιβ, ο Σάμ Σπέιντ (Χάμφρει Μπόγκαρτ)  και ο Μάιλς Άρτσερ (Τζερόμ Κόουαν) δέχονται στο γραφείο τους την επίσκεψη μιας γοητευτικής και μυστηριώδους γυναίκας, της δεσποινίδος Γουόντερλι (Μαίρη Άστορ) η οποία λέγοντάς τους μια όχι και τόσο πιστευτή ιστορία, τους ζητάει να αναλάβουν την παρακολούθησης ενός επικίνδυνου άνδρα του Φλόιντ Θέρσμπι που θα την οδηγήσει στην εύρεση της εξαφανισμένης της αδελφής.


Οι δύο άντρες δέχονται να αναλάβουν την υπόθεση αλλά την επόμενη μέρα κιόλας ο ντετέκτιβ και ο επικίνδυνος άνδρας βρίσκονται νεκροί. Η αστυνομία αρχίζει αμέσως τις έρευνες και πρώτος ύποπτος για τους δύο φόνους είναι ο Σαμ Σπέιντ, ο οποίος τώρα για να αποδείξει την αθωότητά του πρέπει να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από την όλη υπόθεση.
Τα πράγματα όμως περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν εμφανίζεται στο γραφείο του ντεντέκτιβ ένας οπλισμένος κύριος και του ζητά να του επιστρέψει έναντι υπέρογκης αμοιβής, ένα πολύτιμο αγαλματίδιο, το οποίο εκτιμά ότι ο Σπέιντ έχει στην κατοχή του.
Το αγαλματίδιο αυτό είναι το "Γεράκι της Μάλτας", ένα χρυσό ομοίωμα διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, το οποίο οι ιππότες της Μάλτας το έστειλαν δώρο στον βασιλιά της Ισπανίας το 1539.

maltese

Ο Τζον Χιούστον σκηνοθετεί δεξιοτεχνικά, με μοναδική μαεστρία, γρήγορους ρυθμούς και πολλά κοντινά πλάνα, ακολουθώντας από κοντά τους ήρωές του. Κυρίαρχο ρόλο στην επιτυχία της ταινίας παίζει η φωτογραφία του Άρθουρ Έντεσον. Ο χαμηλός φωτισμός και οι ασυνήθιστες γωνίες της κάμερας, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν τοποθετημένη στο πάτωμα απεικονίζοντας το ταβάνι (μια τεχνική που χρησιμοποίησε και ο Όρσον Γουέλς με τον διευθυντή φωτογραφίας του Πολίτη Κέιν, Γκρεγκ Τόλαντ) χρησιμοποιήθηκαν για να δώσουν έμφαση στη φύση των κεντρικών χαρακτήρων και των πράξεών τους. Όπως γράφει ο κριτικός Ρότζερ Έμπερτ πρόκειται για μια ταινία που λιγότερη σημασία έχει η πλοκή της και περισσότερη οι χαρακτήρες που δομεί ο Χιούστον, οι κινήσεις, οι εκφράσεις και ο φωτισμός.

 Μερικές από τις πιο σημαντικές σκηνές είναι εκείνες που αφορούν τον Γκούτμαν, τον οποίο υποδύεται ο εξαιρετικός 62χρονος και μέχρι τότε, μόνο  θεατρικός ηθοποιός, Σίντνει Γκρινστρίτ, ειδικά εκείνη στην οποία εξηγεί την ιστορία του γερακιού στο Σπέιντ, περιμένοντας να δράσει το υπνωτικό που έχει ρίξει στο ποτό του. Οι περισσότερες επίσης σκηνές που αφορούν την Ο'Σόνεσι, όπως αποκαλύπτεται ότι ονομάζεται τελικά η μοιραία γυναίκα,  παραπέμπουν στα σίδερα της φυλακής- Οι ριγέ πιτζάμες, τα έπιπλα του δωματίου της, οι αχτίδες φωτός που εισέρχονται στα δωμάτιο της και τελική σκηνή της ταινίας το ασανσέρ, η πόρτα με τα κάγκελα που κλείνει πίσω της και προοικονομεί το τέλος της. Η σκοτεινή υπόθεση μυστηρίου με τις συνεχείς ανατροπές, ο σκληροτράχηλος ήρωας, η μοιραία γυναίκα, οι αδίστακτοι κακοποιοί, η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Έντεσον, με τις έντονες φωτοσκιάσεις και η αινιγματική ατμόσφαιρα, ήταν μερικά από τα στοιχεία της ταινίας, που διαμόρφωσαν τους κανόνες του είδους που ονομάστηκε λίγο αργότερα, φιλμ νουάρ.

Ο τελικός μονόλογος του Μπόγκαρτ ξεμπροστιάζει τη βδελυγμία και τον κυνισμό του καπιταλιστικού συστήματος και την περιφρόνησή του προς κάθε τι ωραίο. Ό,τι κάνει με καυστικό τρόπο και στην άλλη του ταινία- κλειδί που αναφέραμε στην αρχή , Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάδρε όπου ο χρύσος που κυνηγούν με τόση λύσσα οι πρωταγωνιστές σκορπίζεται στον άνεμο και επιστρέφει στο βουνό. Εβδομήντα επτά χρόνια μετά τον μονόλογο του Μπόγκαρτ στο Γεράκι της Μάλτας δυστυχώς δεν έχει αλλάξει τίποτα. Λέει στο μονόλογο:

«Πώς ξέρω πως σ’ αγαπώ, αφού κανένας δεν έχει ορίσει τι είναι η αγάπη; Κι αφού δεν έχει ορίσει, μπορεί να μου φύγει και να μην σε θέλω. Τότε θα χάσω και εσένα και αυτά τα εκατομμύρια δολάρια. Προτιμώ, λοιπόν, να πεθάνεις. Κι αν τελικά σ’ αγαπούσα, θα στενοχωρηθώ για κάποιο χρονικό διάστημα. Μετά θα μου περάσει και θα μου μείνουν και τα χρήματα.»

Το κυνήγι μιας κοινωνικής χίμαιρας και το πάθος του χρήματος σε μορφή χρυσού, χαρτονομισμάτων ή κρυπτονομισμάτων είναι αυτά που κυριαρχούν.

maltese