Φόρος Τιμής στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι- 1900, Κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη
Επιμέλεια: Ξένια Πηρούνια
1900 (Νovecento, 1976)
Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι
Μουσική: Ένιο Μορικόνε
Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Στεφανία Σαντρέλι, Ντομινίκ Σαντά, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Μπαρτ Λάνκαστερ, κ.ά.
Διάρκεια: 320'
Πολύ γνωστός στο πλατύ κοινό ο Μπερτολούτσι απ΄το χρυσοφόρο βούτυρο της προτελευταίας ταινίας του Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι (1972) και λιγότερο γνωστός από το Πριν απ΄την επανάσταση (1964). Η στρατηγική της αράχνης (1969) και Ο Κομφορμίστας (1970), έρχεται με την ταινία ποταμό των έξι ωρών 1900 (1976) να καταπλήξει για μία φορά ακόμα. Και το πετυχαίνει.
Πρώτον, με τη διάρκεια. Δεύτερον, με το οικονομικοπολιτικό «σκάνδαλο»: Όντας κομμουνιστής και μαχητικό μέλος του Κ.Κ.Ιταλίας, καταφέρνει να πάρει μερικά τσουβάλια δολάρια από τους τραπεζίτες της Ευρώπης για να φτιάξει μια ταινία ολοκάθαρα και απροσχημάτιστα επαναστατική. (Αυτή που την «επιχείρηση» την ονομάζει ο ίδιος «εκμετάλλευση των αντιφάσεων του καπιταλισμού»- και πράττει σοφά εκμεταλλευόμενος (!) τον καπιταλισμό , ο οποίος στη βάση της αρχής «μην αφήνεις για αύριο ό,τι μπορείς ν΄αρπάξεις σήμερα» ποτέ δεν νοιάστηκε για τα μακροπρόσθεσμα συμφέροντά του. Και τρίτον, με την υπέρμετρη φιλοδοξία της πρόθεσης, που επιτείνεται και από το σχετικό νεαρόν της ηλικίας του. (Γεννήθηκε το 1940)
Πρόθεση του πρώην τρομερού παιδιού του ιταλικού κινηματογράφου, είναι να φτιάξει ένα ιστορικό φρέσκο που αρχίζει με τον αιώνα μας για να καταλήξει στη σημαδιακή για την ταινία και την ιταλική ιστορία ημερομηνία: 25 Απριλίου 1945. Πρόκειται για τη μέρα που η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση, στην οποία μετέχουν και κομμουνιστές, ξεκινάει να φτιάξει την «καινούργια Ιταλία». Δεν την έφτιαξε, αλλά οι Ιταλοί χωριάτες υπέδειξαν τότε αυθόρμητα έναν τρόπο φτιαξίματος καταλαμβάνοντας τσιφλίκια και ιδρύοντας καλλιτεχνικές κολεκτίβες. Ο Μπερτολούτσι πιστεύει ότι το σταμάτημα αυτής της εξέλιξης είναι μια ιστορική παρένθεση που πολύ σύντομα θα κλείσει. Και ερευνά το ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό προτσές που οδήγησε στην 25η Απριλίου.
Η έρευνα γίνεται με την μυθιστορηματικής δομής αφήγηση της παράλληλης ιστορίας δύο οικογενειών (κατά το δημοφιλέστατο στην Ιταλία πρότυπο του λαϊκού «οικογενειακού μυθιστορήματος»): μιας τσιφλικάδων και μιας κολήγων , που είναι τα σε σμίκρυνση μοντέλα δυο τάξεων, οι οποίες με τη σειρά τους εκπροσωπούνται , στο επίπεδο της δραματουργίας, από δυο άτομα της δεύτερης γενιάς: τον γιο του τσιφλικά (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) και το νόθο παιδί ενός φτωχού αγρότη (Ζεράρ Ντεπαρτιέ). Τα δυο αγόρια γεννιούνται την ίδια μέρα (πρόκειται για τυπικό σύμβολο) και μένουν στενοί φίλοι μέχρι που ο νεαρός τσιφλικάς θα διαδεχθεί τον πατέρα (Μπάρτ Λάνγκαστερ). Το τέλος της εφηβείας ορίζει και το τέλος της ιδανικής «φυσικής κοινωνίας». Από κει και κάτω, οι σχέσεις ιδιοκτησίας θα αποκατασταθούν και το κληρονομικό (ιδιοκτητικό) δίκαιο, θα εξαφανίσει το φυσικό δίκαιο, πράγμα που θα συνεχιστεί μέχρι την πρώτη μεγάλη νίκη του φυσικού δικαίου: την 25η Απριλίου.
Στην πραγματικότητα, τα δύο κύρια πρόσωπα του φιλμ είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: Ο δρών και αγωνιζόμενος για τη μοίρα του άνθρωπος που κόβεται στα δύο από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που μάχονται την «αταξική ανθρώπινη φύση»: Οι δύο παιδικοί φίλοι, ουσιαστικά, παραμένουν φίλοι μέχρι τo τέλος, ενώ το ανοιχτό, ιδεολογικά, φινάλε αφήνει ανοιχτή και την πιθανότητα μιας οριστικής συμφιλίωσης, που ωστόσο θα είναι αποτέλεσμα της οριστικής ιστορικής ήττας του ιδιοκτήτη. Για τον Μπερτολούτσι, ο εικοστός αιώνας, αυτός της ταινίας του, θα περάσει στην ιστορία σαν ο αιώνας της εξαφάνισης του αφεντικού. Μπορεί να κάνει λάθος στα νούμερα, αλλά αν αυτό ο αιώνας δεν είναι ο 20ος, αποκλείεται να μην είναι ο 21ος. (Συνεπώς, οι κεφαλαιοκράτες δεν έχουν και τόσο άδικο με το «μην αφήνεις για αύριο ό,τι μπορείς ν΄αρπάξεις σήμερα»: το δικό τους αύριο είναι το πιο αβέβαιο που μπορεί να υπάρξει, και η αίσθηση της προσωρινότητας έχει ριζώσει βαθιά στο υποσυνείδητό τους).
Η ιδεολογία της ταινίας παραείναι απλή και το φινάλε παραείναι αισιόδοξο. Είθε και στην πραγματικότητα τα πράγματα να ήταν τόσο απλά. Πάντως, η ταινία κινείται στο χώρο του συμβολικά ιστορικού και όχι του ρεαλισμού. Και σ΄αυτόν τον χώρο και η απλότητα και η αισιοδοξία δικαιολογούνται, τουλάχιστον για έναν μαρξιστή που δεν μεμψιμοιρεί, που αντιμετωπίζει, τις ήττες σαν παρενθέσεις και που δεν βιάζεται, όπως ο αστός, να την βολέψει «τώρα και αμέσως». Υποτίθεται πως ο μαρξιστής είναι ον που έχει επίγνωση του ιστορικού γίγνεσθαι και που πιστεύει πως ο κόσμος δεν εξαφανίζεται με το δικό του αφανισμό.
Η ιστορία εισβάλλει στο φιλμ σταδιακά, και το ντοκουμέντο διαβρώνει αργά τη φιξιόν: η ταινία είναι δομημένη σαν μια Κοσμογονία, και όπως σε όλες τις Κοσμογονίες «'Εν ἀρχή ἦν τὸ Χάος». Σιγά σιγά, το κοινωνικό χάος μορφοποιείται- και αυτή ακριβώς η μορφοποίηση καθορίζει και το στυλ της ταινίας: Όσο προχωράει η δράση, τα κοινωνικοποιημένα άτομα παίζουν περισσότερο ενεργό ρόλο, ενώ η επιτρεπτή από τη φαντασία ασυδοσία δίνει τη θέση της στη σαφήνεια του ντοκουμέντου. Ταυτόχρονα, η άνοιξη όπου τοποθετείται το χρονικά τελευταίο μέρος του φιλμ, έπεται του φθινοπώρου, όπου τοποθετείται η φασιστική περίοδος, κι αυτό έπεται του θέρους όπου τοποθετείται η παιδική και η εφηβική ηλικία, κι όπου κάρπισε το φυσικό δίκαιο. Η διαδοχή των εποχών αποτελεί κύκλο στον οποίο το φθινόπωρο είναι μια παρένθεση ενώ η άνοιξη ορίζει το γεμάτο υποσχέσεις μέλλον.
Βασίλης Ραφαηλίδης, Βήμα, 14-12-1976