To Mαργαριταρένιο Κουμπί | 2015

φροντ

El botón de nácar | Πατρίσιο Γκουσμάν | 2015 | Χιλή | 82'

"Το Mαργαριταρένιο Kουμπί", αποτελεί άτυπη συνέχεια της ταινίας "Νοσταλγώντας το Φως" που ο Πατρίσιο Γκουσμάν γύρισε το 2010. Η Τριλογία ολοκληρώθηκε με την "Οροσειρά των Ονείρων" το 2019.

Στην πρώτη ταινία, ξεκινώντας από ένα γερμανικό τηλεσκόπιο, ένα αντικείμενο που θυμάται έντονα από την παιδική του ηλικία στο Σαντιάγο της Χιλής, ο Γκουσμάν ξεκινά έτσι να συνδέει τον εαυτό του με τον κόσμο, την ατομική συνείδηση με το συλλογικό τραύμα της Χιλής, το παρελθόν με το μέλλον σε έναν κινηματογραφικό αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη. Ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη αποτελεί άλλωστε την ακρογωνιαία λίθο της φιλοσοφίας του.

Αφηγηματικός οδηγός στην πρώτη ταινία είναι η έρημος της Ατακάμα, η πιο ξερή περιοχή του πλανήτη, όπου ένα από τα ισχυρότερα τηλεσκόπια του πλανήτη αναζητά στο φως των αστεριών τις απαρχές του σύμπαντος, αρχαιολόγοι διαβάζουν στα πετρώματά της τις γήινες γεωλογικές περιόδους, ενώ μάνες αγνοουμένων από την περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ ψάχνουν στο έδαφός της τα κόκαλα των δολοφονημένων και θαμμένων εκεί παιδιών τους. Συνδιαλέγεται με το χώρο - την έρημο Ατακάμα - και το χρόνο, συνδέοντας έτσι τις αρχές της αστρονομίας και της αρχαιολογίας με κοινό παρονομαστή την ανθρώπινη ύπαρξη.

agua

Στη δεύτερη ταινία «Το μαργαριταρένιο κουμπί», αφηγηματικό οδηγό του αποτελεί το νερό.

Σε αυτό βρίσκονται παγιδευμένες οι φωνές των προκολομβιανών πολιτισμών, των Καγουεσκάρ, των Σέλκναμ, των Αονίκεν, των Χάους και των Γιάμανας, ντόπιων ιθαγενών που κατέσφαξαν οι λευκοί αποικιοκράτες αφαιρώντας τους προηγουμένως τις πεποιθήσεις, τη γλώσσα και τα κανό τους λέγοντάς τους «πως τους προστατεύουν».

Στο νερό βρίσκονται επίσης οι κραυγές των ναυτικών που έφθασαν από την Αγγλία, η φωνή του ιθαγενή Τζέρεμι Μπάτον (button- κουμπί δηλαδή) από τον οποίο κατά το ήμισυ πήρε το όνομά της η ταινία.

Στο νερό βρίσκονται επίσης και οι φωνές των πολιτικών κρατουμένων της δικτατορίας του Πινοτσέτ αλλά και των εξαφανισμένων της δικτατορίας. Άλλο ένα κουμπί από αυτούς τους εξαφανισμένους συνδέει τις ιστορικές περιόδους της Χιλής.

Και τα δύο κουμπιά αναζητούν απεγνωσμένα να πουν την ιστορία τους, μια ιστορία εξόντωσης και τραύματος. Ο μόνος τρόπος να κλείσει αυτό το τραύμα είναι να ειπωθούν τα εγκλήματα, να βρεθούν οι εξαφανισμένοι, να ειπωθούν τα ονόματά τους, να λογοδοτήσουν οι ένοχοι. Κάτι που δεν έγινε στη Χιλή, στη μεταναζιστική Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Αργεντινή, σε τόσες και τόσες χώρες.

Από την αρχή του 19ου αιώνα και για 150 χρόνια οι λευκοί κυβέρνησαν σκληρά αυτή τη σιωπηλή χώρα, λέει ο Γκουσμάν. Η Επανάσταση του Σαλβαδόρ Αγιέντε έσπασε αυτή τη σιωπή.

indijena

Το ιστορικό τραύμα της δικτατορίας του Πινοσέτ.

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, οι μυστικές υπηρεσίες της Αμερικής και η αμερικάνικη κυβέρνηση σε συνεργασία με τον Πινοτσέτ ανατρέπουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε, ισχυριζόμενοι ότι η επέμβαση του στρατού έγινε «για να λυτρωθεί η πατρίδα από το μαρξιστικό ζυγό».

Παρά τη στυγνή δικτατορία του, με δολοφονίες, μαζικές εκτοπίσεις και φυλακίσεις, μόνο από το 1983 και μετά ο χιλιανός λαός άρχισε να αντιδρά. Το 1988, ύστερα από διεθνείς πιέσεις, διοργάνωσε δημοψήφισμα στο οποίο οι Χιλιανοί είπαν “Όχι” στην παραμονή του στην εξουσία, ωστόσο ενώ παρέμεινε επικεφαλής του στρατού μέχρι και τις αρχές του 1998.

Τα θύματα της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή ξεπερνούν συνολικά τα 40.000, σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή που φτιάχτηκε για αυτόν ειδικά τον λόγο στο Σαντιάγο. Οι αριθμοί αφορούν τους φυλακισθέντες και βασανισθέντες της 17χρονης χιλιανής χούντας (1973-1990), ενώ ο επίσημος αριθμός νεκρών και εξαφανισμένων ανέρχεται σε πάνω από 3000.

Ο Πινοσέτ, τον Οκτώβριο του 1998 συνελήφθη στο Λονδίνο, μετά από επίσκεψη του σε ιδιωτική κλινική με σκοπό να εγχειρισθεί. Η Ισπανία είχε εκδώσει διεθνές ένταλμα σύλληψης εις βάρος του με κατηγορίες για μαζικές δολοφονίες και βασανιστήρια των πολιτικών του αντιπάλων. Τελικά όμως η Αγγλία στις 2 Μαρτίου 2000 επέστρεψε τον Πινοσέτ στην Χιλή αντί να τον παραδώσει στην Ισπανία με δικαιολογία την κακή του υγεία. Στις αρχές του 2005 το ανώτατο δικαστήριο της Χιλής για τις ίδιες κατηγορίες τoν αθώωσε. Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 2006, σε ηλικία 90 ετών μετά από εγχείρηση καρδιάς, ατιμώρητος.

«Χώρα χωρίς ντοκιμαντέρ είναι σαν μια οικογένεια χωρίς φωτογραφίες.»

Η παραπάνω ρήση του Γκουζμάν εξηγεί σχεδόν όλη τη φιλοσοφία του γύρω από το τι σημαίνει «τεκμηρίωση» σε μια χώρα όπως η Χιλή και έναν κόσμο σαν αυτό που ζούμε. Ο Γκουσμάν συνεχίζει τον αγώνα της αποκάλυψης του ιμπεριαλισμού.

guzman

Απ’ τους σημαντικότερους ντοκιμαντερίστες παγκοσμίως, ο Πατρίσιο Γκουσμάν γεννήθηκε το 1941 στο Σαντιάγκο της Χιλής. Σπούδασε κινηματογράφο στη Μαδρίτη και στις αρχές της δεκαετίας του 70 επέστρεψε στην πατρίδα του με στόχο να πραγματοποιήσει την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας. Η κοινωνικοπολιτική έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε όμως τη δεδομένη στιγμή στη Χιλή άλλαξε ριζικά τα σχέδια του δημιουργού, καθορίζοντας – σχεδόν ορίζοντας - την μετέπειτα πορεία του, στρέφοντάς τον στο ντοκιμαντέρ.

Κατά τη διάρκεια της χούντας θα συλληφθεί, αλλά το 1973 θα διαφύγει στη Γαλλία, απ’ όπου από το 1975 έως το 1979 θα παρουσιάσει σε τρία μέρη την εμβληματική «Μάχη της Χιλής».

Η μάχη της Χιλής (1972-’79), χωρισμένη σε τρία μέρη - Η εξέγερση της μπουρζουαζίας, Το πραξικόπημα, Η δύναμη του λαού– αποτελεί το καθηλωτικό χρονικό μιας εποχής που σηματοδότησε την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Η διακυβέρνηση και το όραμα του Αγέντε, το πραξικόπημα Πινοσέτ, οι ραγδαίες κοινωνικές μεταβολές, όλα καταγράφονται εν τη γενέσει τους και ταυτόχρονα αναλύονται με βάση τη μαρξιστική θεωρία.
Μετά το πραξικόπημα, θεωρείται persona non grata από το καθεστώς. Συλλαμβάνεται και κρατείται για σύντομο χρονικό διάστημα, πριν καταφέρει να διαφύγει από τη χώρα το Νοέμβριο του 1973. Ταξιδεύει στην Κούβα, στην Ισπανία και τη Γαλλία, απ’ όπου, εξόριστος πλέον στηλιτεύει την πολιτική κατάσταση στη Χιλή, με όπλο του την κάμερα.

Έκτοτε θα γυρίσει τα ντοκιμαντέρ Χιλή, η επίμονη μνήμη (1997) και Χιλή, ένας γαλαξίας προβλημάτων (2010), Η υπόθεση Πινοσέτ (2001) και Το ντοκιμαντέρ Σαλβαδόρ Αγιέντε (2004), σε πρώτο πρόσωπο, αποτίνει φόρο τιμής στο χιλιανό πολιτικό και την ίδια στιγμή συνιστά μια εξομολόγηση του Γκουσμάν για την επιρροή που άσκησε η προσωπικότητα του Αγιέντε στη ζωή του. Εκτός από δικό του και αρχειακό υλικό, στην ταινία για τον Αλιέντε, ο κινηματογραφιστής χρησιμοποιεί και πλάνα που είχε γυρίσει ο Γιόρις Ίβενς, απ’ τους θεμελιωτές της τέχνης του ντοκιμαντέρ. Ο Γιόρις Ίβενς, ο Κρις Μαρκέρ και ο Πατρίσιο Γκουσμάν αποτελούν τις τρεις σημαντικότερες μορφές του είδους.

Για τη μορφή της ταινίας

Η ταινία δεν είναι ούτε μυθοπλασία ούτε ντοκιμαντέρ όμως με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι ένα υβρίδιο της κατηγορίας του ντοκυμαντέρ, ένα essay film , δηλαδή μια ταινία-δοκίμιο.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το μεγαλύτερο Συμβάν του 20ου αιώνα, το Ολοκαύτωμα, οδήγησε στη βασιλεία του αποσπασματικού, του κατακερματισμένου, της αδυναμίας αποκωδικοποίησης της πραγματικότητας. Όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο που επηρεάστηκε από αυτή τη μεταστροφή. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κινηματογράφος λαμβάνει τη θέση της παρατήρησης του κόσμου που τον περιβάλλει και ο θεατής καλείται να τον ανασκευάσει εκ νέου, από τα ελλειπτικά κομμάτια που του δίνονται, να συνδέσει το ατομικό με το συλλογικό τραύμα. Με την εμπειρία της Ευρωπαϊκής Νουβέλ Βαγκ και της δεκαετίας του ΄60, στη Λατινική Αμερική αναπτύσσεται το κινηματογραφικό κίνημα του λεγόμενου Τρίτου Κινηματογράφου.

indijenas

Η ταινία- δοκίμιο, ανάλογο του λογοτεχνικού δοκιμίου, μιας φόρμας «που σκέπτεται και μιας σκέψης που μορφοποιείται», σύμφωνα με τον Godard, ενός νέου τύπου κινηματογράφησης που ξεπερνά τις παραδοσιακές ντοκιμαντερίστικες πρακτικές, αιωρείται πολλές φορές μεταξύ αφηγηματικού και μη αφηγηματικού τρόπου αναπαράστασης και δημιουργεί υβριδικού τύπου ταινίες. Αυτές οι ταινίες χρησιμοποιούν συνήθως αρχειακό υλικό, φωτογραφίες, συνεντεύξεις και αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο υπό μια προσωπική οπτική και σύνδεση.

Ο στοχασμός και η υποκειμενικότητα (εμφανή στο Μαργαριταρένιο Κουμπί) αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της πρακτικής του κινηματογράφου-δοκίμιο. Τη δεκαετία του ΄50, το πρώτο ντοκιμαντέρ/ ταινία-δοκίμιο του Α. Resnais, Night and Fog (1955), για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η ταινία-δοκίμιο του Chris Marker, Letter from Siberia (1957) και ο χαρακτηρισμός της από τον Α. Bazin ως «essay film», αποτελούν βασικούς ιστορικούς δείκτες της ανάδυσης της ταινίας δοκιμίου από την λογοτεχνική και φωτογραφική κληρονομιά της, στη μεταπολεμική κουλτούρα στην οποία αναπτύχθηκε.

cajer

Το ζήτημα της εμπειρίας του βιωμένου κόσμου μέσα στον οποίο το άτομο είναι κατακερματισμένο αποτελεί διάσταση-κλειδί. O στοχασμός γύρω από τα ιστορικά συμβάντα (Ολοκαύτωμα, Αποικιοκρατία και Νεοαποικιοκρατία στη Λατινική Αμερική, Χιροσίμα) βρίσκεται στο κέντρο της έρευνας ενός μεγάλου αριθμού ταινιών μέσα από την προσέγγιση των αρχείων. Εγείρουν συγκεκριμένα ερωτήματα γύρω από τη σχέση παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος, μνήμης και λήθης, γύρω από την αντίληψη για τον ιστορικό χρόνο και τις δυνατότητες επανεγγραφής της ιστορικής πραγματικότητας που δίνουν οι εικόνες αρχείου του παρελθόντος.

Ο Γκουσμάν μοιράζεται επίσης την αντίληψη του W. Benjamin περί ιστορικού χρόνου. Στη θέση του παραδοσιακού και αποστειρωμένου μοντέλου της ιστορίας, ο Βenjamin αντιπροτείνει μια σχέση με το χρόνο όπου μακρινές και ξεκομμένες στιγμές του παρελθόντος αφυπνίζονται αναπάντεχα μέσα στο παρόν. Αυτό κάνει ο Γκουσμάν χρησιμοποιώντας τις φωτογραφίες και τις εικόνες αρχείου.

Αυτή η διαλεκτική σχέση που αναπτύσσει το παρόν με ένα συγκεκριμένο, αποκολλώμενο από την ιστορική συνέχεια, παρελθόν λειτουργεί ως επαναστατική θρυαλλίδα/ στιγμή που είναι ικανή να αποτινάξει την παραδοσιακή αντίληψη του συνεχούς, ομοιογενούς χρόνου έτσι ώστε να προκύψει ένα ρήγμα, ένα ασυνεχές που θα ενεργοποιήσει και πάλι το παρόν.

"Για να μπορούν «εκείνοι, που γι' αυτούς τραγουδάω και που
το ξέρουν
να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο" όπως έλεγε ο ποιητής της Χιλής Πάμπλο Νερούδα.