Ρόζα Λ. | 1986

ρλ

Rosa L. | 1986 | 122' | Mαργκαρέτε φον Τρότα | Με τους: Μπάρμπαρα Σούκοβα, Ντάνιελ Ολμπρίνσκι, Ότο Σάντερ

Μαζί με τους Βέρνερ Χέρτζοκ, Αλεξάντερ Κλούγκε, Βιμ Βέντερς, Ράινερ Φασμπίντερ, Φόλκερ Σλέντορφ, η Μαργκαρέτε φον Τρότα, η Χέλμα Σάντερς-Μπραμς, και η Χέλκε Σάντερ, ήταν οι τρεις γυναίκες σκηνοθέτιδες του ρεύματος των  οποίων το έργο δεν αναγνωρίσθηκε αντίστοιχα με αυτό των αντρών συναδέλφων τους.

Η Μαργκαρέτε φον Τρότα ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός του θεάτρου ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960, εμφανίστηκε σε ταινίες του Φασμπίντερ και του Σλέντορφ, εκπαιδεύοντας τον εαυτό της για να γίνει σκηνοθέτης.«Το 1962 μια γυναίκα δεν γινόταν εύκολα σκηνοθέτης έτσι μπήκα στη σκηνοθεσία μέσω της ηθοποιίας», έχει πει χαρακτηριστικά.

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλούμ» του 1975 που σκηνοθέτησε μαζί με τον Φόλκερ Σλέντορφ αποτυπώνει τις τόσες και τόσες μορφές καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες,  ενώ στην πρώτη εξολοκλήρου δική της δουλειά, «Το δεύτερο ξύπνημα της Κρίστα Κλάγκελ» του 1978, τίθενται οι προβληματικές που θα ακολουθήσουν όλο της το έργο.

Η ριζοσπαστικοποίηση της γυναίκας στην πολιτική, την κοινωνία, την οικογένεια, η πολυπλοκότητα του γυναικείου δεσμού, τα γυναικεία δικαιώματα όπως η έκτρωση αλλά και συνολικά η γυναικεία επιθυμία, βρίσκονται στο επίκεντρο των θεματικών της.

Η στρατευμένη κινηματογραφική της πορεία μετρά μέχρι στιγμής και τέσσερις βιογραφικές ταινίες για τέσσερις σημαντικές γυναίκες. Για την επαναστάτρια ηγουμένη, συγγραφέα, συνθέτρια και φιλόσοσφο του 12ου αιώνα Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν, για την Γερμανοαμερικανίδα, εβραϊκής καταγωγής, πολιτική επιστήμονα και φιλόσοφο Χάνα Άρεντ, για την Αυστριακή ποιήτρια και συγγραφέα Ingeborg Bachmann και για την Εβραία φιλόσοφο, γεννημένη στην Πολωνία, ηγέτιδα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Ρόζα Λούξεμπουργκ

ροσλθχ.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Ρ. Φασμπίντερ σχεδίαζε να σκηνοθετήσει μια ταινία για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Είχε ξεκινήσει να δουλεύει το σενάριο ενώ η Τζέιν Φόντα είχε ήδη συμφωνήσει να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Φασμπίντερ πεθαίνει ξαφνικά τον Ιούνιο του 1982 και οι παραγωγοί απευθύνονται σε μια σκηνοθέτιδα, παιδί και αυτή του λεγόμενου Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, την Μαργκαρέτε φον Τρόττα. Μετά από επιφυλάξεις, η Φον Τρότα αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία αλλά εγκαταλείπει το σενάριο που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ο Φασμπίντερ, υποστηρίζοντας ότι ήταν «πολύ μελοδραματικό».

Αντ’ αυτού ετοίμασε το δικό της, βασισμένο σε έρευνα δυο χρόνων, εντάσσοντας την ταινία στην μυθοπλαστική βιογραφία που ωστόσο βασίζεται στενά στα ιστορικά συμβάντα περιορίζοντας το βαθμό επινόησης χαρακτήρων και γεγονότων. Αυτό φαίνεται στην τελική ταινία, όπου κάθε λεπτομέρεια βασίζεται σε γεγονότα. Το κουτσό βάσισμα της Ρόζας, αποτέλεσμα ενός ατυχήματος που είχε μικρή ή η σκηνή που τρώει ένα μοναχικό δείπνο με τη γάτα της στο τραπέζι - βασίζεται σε πληροφορίες που δόθηκαν σε μια συνέντευξη που πήρε η φον Τρότα από πρόσωπα που είχαν πραγματικά συναντήσει και γνωρίσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αν και είναι ίσως χαωτική για τον θεατή που δεν γνωρίσει τα ιστορικά γεγονότα, η φον Τρότα προσπαθεί να κινηματογραφήσει το πορτραίτο της Ρόζας μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που εκείνη ζει φτάνοντας να χρησιμοποιήσει αρχειακό υλικό στο τέλος της ταινίας για να επικαιροποιήσει το ιστορικό γεγονός και όχι να το βάλει στο ράφι της ιστορίας.

Στην ταινία παρελαύνουν οι ζυμώσεις και οι κρίσεις που σημάδεψαν το τέλος της Β΄ Διεθνούς, η εναλλαγή των θέσεων με τους Μπερστάιν, Πλεχάνοφ, Κάουτσκι, Μπέμπελ και άλλους, για να καταλήξει στην ίδρυση του Σπάρτακου μαζί με τον Καρλ Λίμπνεχτ, και του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ταινία επικεντρώνεται στην περίοδο 1900-1919, τη χρονιά της δολοφονίας της από τους πρωτοφασίστες Freikorps, οι οποίοι ήταν βάναυσοι ακροδεξιοί πρώην στρατιωτικοί, πολλοί από τους οποίους θα γίνονταν οι ιδρυτές του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Η ταινία της Φον Τρότα αποκαλύπτει στωικά την τρομερή ειρωνεία της ζωής της Λούξεμπουργκ: ότι έκανε ακούραστη εκστρατεία στη Γερμανία για μια σοσιαλιστική επανάσταση, συνέβαλε καθοριστικά στην ώθησή της και στη συνέχεια δολοφονήθηκε κατόπιν εντολής των ηγετών της Κυβέρνησης, όταν υποστήριξε μια μαζική εξέγερση ενάντια σε αυτήν.

ροο

Μέσα από την αλληλογραφία της Λούξεμπουργκ κυρίως με τη Σόφι Λίμπκνεχτ, και τα κείμενα της- δημόσια και ιδιωτικά, η Φον Τρότα δημιουργεί το πορτραίτο της Ρόζας. Το κύριο στοιχείο έρευνας της φον Τρόττα, η επιστολή, γίνεται και το κύριο αφηγηματικό όχημα της ταινίας. Έχοντας ως κεντρικό χρονικό σημείο αφήγησης το 1916 και τη φυλάκιση της Λούξεμπουργκ στις φυλακές του Βρόνκι στην Πολωνία, η αφήγηση γίνεται μέσα από τα γράμματα που η Ρόζα στέλνει στην Σόφι Λίμπνεχτ. Το πρόσωπο που βιογραφείται είναι το ενεργό υποκείμενο της φιλμικής αφήγησης και αυτή είναι μια πρώτη σημαντική διαφορά της ταινίας με τα κυρίαρχα μοντέλα κινηματογραφικών βιογραφικών.

Η ταινία βάζει εξαρχής τον θεατή στον πυρήνα της ζωής της Λούξεμπουργκ που πρέπει αν την ακολουθήσει μέσα από τα γράμματα που στέλνει, την αποσπασματική αφήγηση που μεταπηδά στο χρόνο αλλά και στα διαδοχικά φλας μπακ κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού της. Μέσα από τέτοιες συνεχείς αντιθέσεις ξεδιπλώνονται η, πριν και μετά τη φυλακή, περίοδος. Η αποσπασματική αφήγηση έχει να κάνει με την ουσιαστική προσέγγιση της Ρόζας Λούξεμπουργκ μέσα από τη γυναικεία ματιά της Μαργκαρέτα φον Τρότα. Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός και ο θεατής μέσα από την θέαση θα πρέπει να ανασυσνθέσει τα γεγονότα όπως θα πρέπει να ανασυνθέσει και τις πολλές πλευρές της ίδιας της Λούξεμπουργκ. Οι πολυεπίπεδες χρονικότητες εικονοποιούν την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα τη και των ρόλων της. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ τα ήθελε όλα: Πολιτική ένταξη, έρωτα, τέχνη, οικογένεια, ελευθερία και δέσμευση.

ροσ

Απέναντι στα κινηματογραφικά στερεότυπα που ακολουθούσαν και ακολουθούν τις γυναίκες στην κοινωνία έτσι και στον κινηματογράφο, Παναγία ή Πόρνη, Ντίβα ή Καταφύγιο για τον άντρα της, Αγωνίστρια ή Μητέρα, η φον Τρότα μέσα από την Λούξεμπουργκ θέλει να καταρρίψει τα στερεότυπα αυτά και την καταπίεση που επιφέρουν. Δυναμική και τρυφερή, αισθησιακή, πνευματικά λαμπρή, ηθικά και σωματικά θαρραλέα γυναίκα, οι πολλές ταυτότητες και πλευρές της είναι αυτές που την συγκροτούν. Είναι μια ταινία που καταφέρνει να ισορροπήσει, με εντυπωσιακή κομψότητα, την ενότητα μιας γυναίκας αυστηρής θεωρητικό, φλογερή ρήτορα, σκληροπυρηνικής αγωνίστριας και μιας ζωντανής ανθρώπινης ύπαρξης. Η Λούξεμπουργκ είναι μια γυναίκα που ακτινοβολεί ως κάποια που, παρά τις πιο βάναυσες συνθήκες, ενσαρκώνει αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «species-being»,  ένα πλήρως αισθανόμενο και αισθησιακό δημιουργικό άνθρωπο αφοσιωμένο στην αλλαγή του κόσμου προς το καλύτερο. Και αυτό το κάνει κατά τη διάρκεια της ζωής της, είτε φτιάχνοντας κήπο μέσα στη φυαλκή, είτε παρατηρώντας τα πουλιά, είτε δανείζοντας βιβλία του Τολστόι στους δεσμοφύλακές της.

Η Λούξεμπουργκ προσωποποιεί αυτό που ο Έριχ Φρομ έλεγε για την Αγάπη, «Η αγάπη δεν είναι μόνο μία σχέση με ένα συγκεκριμένο άτομο. Είναι μία στάση, μία καθοδήγηση του χαρακτήρα μας που καθορίζει τον τύπο της σχέσης ενός προσώπου με τον κόσμο ως σύνολο, όχι με ένα αντικείμενο ή ένα πρόσωπο.»

Στο επίκεντρο αυτής της λαμπρής απεικόνισης ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου βρίσκεται η δυνατή ερμηνεία της Μπ. Σούκοβα που θέλησε με την ερμηνεία της «να αποκατασταθεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ, γιατί δαιμονοποιήθηκε από εμάς στη Δυτική Γερμανία όταν έλεγαν «υστερικός υλισμός» και οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ήταν μια αιμοδιψής κομμουνίστρια. Όμως στα γράμματά της βλέπεις ότι ήταν μια πολύ ποιητική, τρυφερή ψυχή. Ήταν μια γυναίκα που τα ήθελε όλα.» Και τα κέρδισε χάνοντας.

ρλ3